Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ΔΕΥΤΕΡΑ

Επειδή την έχω ψυλλιαστεί πως σας αρέσουν τα ποιηματάκια κι επειδή όλο το Σαββατοκύριακο με είχε πιάσει το φευγιό και δεν με είδε το σπίτι μου(ούτε το πισί μου), ξέθαψα ένα παλιό αλλά πάντα επίκαιρο. Και με ηθικό δίδαγμα.


Λες να ‘χασα το χιούμορ μου και κάνω σαν Κατίνα

και σου μαυρίζω την ψυχή με τούτα και με κείνα;

Πού πήγες, πού κοιμήθηκες, πού νυχτοπερπατούσες,

ποια έβλεπες στον ύπνο σου και ποια όταν ξυπνούσες;


Μα σήμερα ξημέρωσε ολόλαμπρη η Δευτέρα

και σκέφτηκα πως δεν μπορώ την κλάψα όλη μέρα.

Κι αφού τα μούτρα μου έπλυνα κι έβαλα καφεδάκι

γελώντας μονολόγησα «σιγά το γκομενάκι»!


Τέλος η γκρίνια, μάτια μου, το έχω καταλάβει

- κι ας λένε πια πως το «γνωστό» σέρνει κι ένα καράβι.

Ο ταξιδιάρης γκόμενος όσες φορές κι αν παίξει

διαλέγει πάντα το σκαρί που θα τον ταξιδέψει!



Ρένα Βλαχοπούλου κλασική. Γιατί, συν τοις άλλοις, έχω στενάχωρη καρδιά, σεκλέτια δε χωρούνε. Άντε καλή βδομάδα!



Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Σε όλα τα πιτσιρίκια, τώρα που τέλειωσαν τα σχολεία. Και στο γιο μου, που τον Σεπτέμβρη αρχίζει.

(Βγήκα στις 7.30 το πρωί να τους αποχαιρετίσω και συγκινήθηκα βλέποντας μια τεράστια τσάντα με χέρια, πόδια και κεφάλι να κατηφορίζει τη σκάλα στηριγμένη με εμπιστοσύνη σε μια δυνατή και φιλόξενη παλάμη.
Δυο βδομάδες περίοδος προσαρμογής/προετοιμασίας για το προ-προνήπιο που θα μπει στη ζωή του με τη νέα σεζόν.
Την πρώτη μέρα τους ενημέρωσε πως θα αλλάξει τους κανόνες. Τις επόμενες συνδικάλισε και τα άλλα μωρά ώστε να βρούνε τρόπο να το σκάσουν από τις παλιοδασκάλες.
Κατά μάνα, κατά κύρη.
Τουλάχιστον δεν ξέρει πόσο τυχερός είναι: ο δικός του μπαμπάς ξυπνάει αξημέρωτα δυο βδομάδες τώρα για να τον πάει και να τον περιμένει υπομονετικά μέχρι να τελειώσει. Κι αυτό για αμφότερους θεωρείται δεδομένο).

Ένα παλιότερο κείμενο εμπνευσμένο από τα πιτσιρίκια του Δημοτικού της γειτονιάς μου, όπως τα βλέπω από το μπαλκόνι μου.

Είναι πάντα ο πρώτος που πάει σχολείο. Και ο τελευταίος που φεύγει. Η μαμά του πιάνει δουλειά πολύ νωρίς κι τον ξυπνάει ενώ είναι ακόμα νύχτα. Δεν μπορώ να σηκωθώ, της λέει κάθε μέρα. Νυστάζω. Τα μάτια μου κοιμούνται, τα χέρια μου κοιμούνται, η καρδιά μου κοιμάται. Εκείνη γελάει και του χαϊδεύει την πλάτη. Σήκω σιγά-σιγά και μόλις πιεις το γάλα σου να δεις που θα ξυπνήσεις.

Όταν φτάνει στο σχολείο δεν υπάρχει κανείς. Κάθεται μόνος του στα σκαλοπάτια της αυλής, ή στην είσοδο άμα βρέχει, με τη μπάλα του ανάμεσα στα γόνατα και περιμένει τους φίλους του που σίγουρα κοιμούνται ακόμα. Σκέφτεται πως αν δεν είχε φύγει ο μπαμπάς του θα μπορούσε να τον πηγαίνει αυτός. Όχι, του είπε η μαμά, μια φορά που της το πέταξε κλαίγοντας. Ο μπαμπάς σου θα σε πήγαινε κι αυτός νωρίς. Ναι, αλλά μπορεί να μην έπρεπε να δουλεύεις αν ήταν εδώ μαζί μας. Πάλι θα έπρεπε, μόνο μην κλαις, δεν είσαι μωρό, πας πρώτη δημοτικού, είσαι μεγάλο παιδί πια.

Τις δύο πρώτες μέρες είχε πάρει άδεια και πήγε στο σχολείο μαζί του. Αργά, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι. Έκατσε εκεί απέξω και τον χαιρετούσε μέχρι που μπήκε στην τάξη. Και μετά μπορούσε να βλέπει απ’ το παράθυρο τα μαλλιά της και να μη φοβάται. Και στο τέλος έφυγαν πάλι μαζί και τον πήγε στα Goodys για να φάει πατάτες. Το ίδιο και την άλλη μέρα. Αλλά μετά η άδεια της τελείωσε κι έτσι αυτός είναι αναγκασμένος να ξυπνάει ενώ όλο του το σώμα κοιμάται και να κάθεται στα σκαλοπάτια μέχρι να έρθουν οι φίλοι του.

Μόλις τελειώνει το μάθημα οι πιο πολλοί φεύγουν με τη γιαγιά τους. Αυτός πάλι μένει μόνος του στο ολοήμερο. Δηλαδή, όχι ολομόναχος, κάθονται κι άλλα παιδιά αλλά είναι μεγαλύτερα και δεν τα χωνεύει. Συνέχεια φτύνουνε και κάνουνε φασαρία και δεν τον αφήνουν να διαβάσει τα μαθήματά του. Αυτός θέλει να τελειώνει, ειδικά τις μέρες που είναι να δει τον μπαμπά, γιατί ο μπαμπάς τον πάει στη θεία του και βλέπει DVD,και καθόλου δεν τον ρωτάει αν έχει διαβάσει για την άλλη μέρα. Κι αυτός θέλει να έχει διαβάσει γιατί τότε η κυρία Αλέκα του γράφει στο τετράδιο μπράβο και του κολλάει κίτρινες φατσούλες.

Σήμερα παρόλο που ψιχαλίζει κάθεται στα σκαλοπάτια. Αν δεν έφευγε ο μπαμπάς ή αν είχαμε τη γιαγιά κοντά θα μπορούσα να κοιμάμαι λίγο ακόμα, σκέφτεται και μουτρώνει. Και σήμερα δεν χωνεύει τη μαμά του. Γιατί θα πάνε στο θέατρο και θα τελειώσουν νωρίς και θα κάτσει στο ολοήμερο εκατό ώρες μαζί με τα βλαμμένα που φτύνουνε. Και δεν τον νοιάζει να κάνει και τα μαθήματα γιατί ο μπαμπάς τού τηλεφώνησε πως δεν θα έρθει γιατί έχει δουλειά, αλλά αυτός άκουσε τη μαμά να λέει στην νονά του κάποια έχει βρει αυτός και να δεις τι έχω να τραβήξω.

Τουλάχιστον θα πάνε στο θέατρο που έχει ξαναπάει παλιά και του αρέσει. Από το δρόμο βλέπει το φίλο του τον Φοίβο που έρχεται με τη γιαγιά του. Άντε ρε, γρήγορα, του φωνάζει και του πετάει τη μπάλα, για να προλάβουν να παίξουν λίγο πριν μπούνε στα πούλμαν.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

Δέκα άχρηστες πληροφορίες για μένα. Μετά από πρόσκληση της beth.


(Elf και υιός στον φυσικό τους χώρο, το δάσος των Κενταύρων).

1. Λατρεύω τα στενά φορέματα και τα ψηλά τακούνια. Φοράω σχεδόν πάντα τζιν και μποτάκια.

2. Έχω οχτώ χρόνια υπηρεσία στα βαπόρια. Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος και, από ενός έτους που πρωτομπάρκαρα μέχρι την πέμπτη δημοτικού, πήγαινα σχολείο όποτε βόλευε ο ναύλος. Το πρώτο μου ταξίδι ήταν στην Ιαπωνία.

3. Μ’ αρέσει πολύ να χορεύω, αν είναι καλό το ringtone χορεύω και με τις εισερχόμενες.

4. Έχω γίνει εξπέρ στην πληκτρολόγηση, αλλά όταν θέλω στ’ αλήθεια να γράψω παίρνω τετράδιο και μολύβι. Κατά προτίμηση σε καφετέρια του Κέντρου – το βουητό των ανθρώπων με βοηθάει να συγκεντρώνομαι.

5. Είμαι κλειστοφοβική, ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι να μην μπορώ να βγω από κάπου.

6. Έμαθα Ισπανικά για να διαβάζω Λόρκα στο πρωτότυπο.

7. Τον τελευταίο καιρό έχω τρελά κέφια, οι συνάδελφοι κάθε πρωί που με βλέπουν να μπαίνω τραγουδώντας στο γραφείο με μουντζώνουν. Δεν μας έχει πιάσει όλους το καλοκαίρι…(ή δεν τραγουδάω καλά).

8. Talking about summer, τα τελευταία χρόνια κηρύσσω επίσημα την έναρξή του φορώντας στο πόδι μου ένα δαχτυλίδι που μου έχει πάρει η Wilma. Παλιότερα φορούσα βραχιόλι στον αστράγαλο, αλλά πια το φοράνε όλες (!).

9. Όταν ντρέπομαι, κατεβάζω τα μάτια και μαζεύω τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί. Ντρέπομαι όταν μου κάνουν κομπλιμέντα.

10. Ζω στα προάστια. Λέω πως, όταν ο γιος μου μεγαλώσει αρκετά ώστε να θέλει να ζήσει μόνος, θα μετακομίσω στα Εξάρχεια.


Και δύο χρήσιμα, στην περίπτωση που γνωριστούμε και κάνουμε παρέα.

1. Συνήθως μαγειρεύω πολύ καλά. Αλλά είμαι εντελώς αφηρημένη και ποτέ δεν θυμάμαι τι υλικά έβαλα στο φαγητό, έτσι καλό ή κακό σπανίως το ξαναπετυχαίνω ίδιο. Μια φορά έφτιαξα σπανακόρυζο και αντί για σπανάκι έβαλα ιταλικά ραδίκια, χωρίς να το καταλάβω φυσικά. Ο άντρας μου, που λατρεύει το σπανακόρυζο και το περίμενε πώς και πώς, δοκίμασε την πρώτη μπουκιά, την κατάπιε και μου είπε χαμογελώντας απελπισμένος:

«Αγάπη μου, είναι το χειρότερο σπανακόρυζο που έχω φάει στη ζωή μου»!

2. Λατρεύω τη θάλασσα. Αν με αφήσεις σε μια παραλία, ανεξαρτήτως εποχής, και ξεχάσεις να έρθεις να με πάρεις, μπορώ να μείνω εκεί για πάντα.

Εγώ καλώ τους: Christina noe, dimitris, giannis, mara lisha και Madame Bovary.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Τρόχισε εκείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν...

Υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα που τα διαβάζεις με το μυαλό. Κι αν είναι καλά γραμμένα, αν ο συγγραφέας ξέρει τι θέλει να πει, βρίσκεις σ’ αυτά ιδέες να ενστερνιστείς ή να μαλώσεις.

Υπάρχουν κι άλλα που τα διαβάζεις με το υπόλοιπο σώμα.

Με την καρδιά, όταν απευθύνονται στο θυμικό σου – συναισθηματικά ή πολιτικά, γραμμένα για να σε κάνουν ν’ αναστενάξεις. Να σηκωθείς από την πολυθρόνα και να βγεις στους δρόμους. Αναζητώντας την επανάσταση, στον έρωτα ή τις κοινωνικές δομές.

Άλλα με το υπογάστριο, όσο κι αν σας φαίνεται προκλητικό. Κείμενα γραμμένα για να σε κάνουν να νιώσεις επιθυμία, ανάλογη με αυτή του συγγραφέα. Ωμά ή συγκαλυμμένα, με γλώσσα ρομαντική ή χυδαία – μόνο τους στόχο έχουν ν’ ανατριχιάσει το κορμί σου.

Υπάρχουν, όμως, και λογοτεχνικά κείμενα, ποιήματα ή πεζά, που τα διαβάζεις με το στομάχι. Ακατέργαστα κείμενα, που σχεδόν νιώθεις ότι δεν έχουν άλλον στόχο παρά την κατάθεση της αλήθειας αυτού που τα γράφει. Δεν είναι ανάγκη να έχεις βρεθεί στην ίδια κατάσταση για να σε αγγίξουν, δεν είναι καν ανάγκη να καταλαβαίνεις τι λένε. Έχουν μια δύναμη, αυτή της αμεσότητας και της ειλικρίνειας που σε ακουμπά όπως και να ‘χει.

Μπορεί να μην είναι καλά, μπορεί να μην είναι ούτε λογοτεχνικά. Μπορεί να είναι μια παρόρμηση σημειωμένη σε ένα πακέτο τσιγάρα. Ένα σύνθημα στον τοίχο απέναντι από το σπίτι σου. Που, όμως, το διαβάζεις και το νιώθεις να κατεβαίνει απ’ τον οισοφάγο σου στο στομάχι. Και να σε πονάει εκεί.

Η φίλη μας η beth μαζί με τον φίλο της τον vanish έφτιαξαν ένα μπλογκ όπου θα συνδιαλέγονται ένα αγόρι με ένα κορίτσι. Το κορίτσι γράφει έτσι, το ξέραμε. Κείμενα ειλικρινή και αυθόρμητα, που τα αγαπάς ή τα μισείς, πάντως τα θυμάσαι.

Το αγόρι, όμως, έγραψε ένα κείμενο σαν αυτά που σας έλεγα πριν. Το διάβασα και το ένιωσα να μου τριγυρίζει το στομάχι. Δεν είναι λογοτεχνία, είναι το «αχ» του. Το «άι σιχτίρ» του. Και το «σ’ αγαπώ ακόμα» του. Δεν χρειάζεται να έχεις νιώσει έτσι για να τον νιώσεις, είναι πολύ σαφής. Μα πάλι, ποιος δεν έχει λιώσει έτσι, ανίσχυρος μπροστά στην απεραντοσύνη και τη ματαιότητα του έρωτα;

Δεν αντιγράφω το κείμενο, αξίζει να το δείτε στον φυσικό του χώρο και τη φυσική του αρχιτεκτονική. Αξίζει, βασικά, να δείτε όλο το μπλογκ. Γιατί μ’ αρέσει όταν τα μωρά ανοίγουν τα φτερά τους χωρίς να φοβούνται μην τσακιστούν.

Κι ένα τραγουδάκι. Αφιερωμένο.





Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Ποιηματάκι αδημοσίευτο. Και πάντα επίκαιρο.


ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ξέρω καλά πως θα σε δω κι αυτό το βράδυ

μαζί με φίλους για ποτό ή φαγητό.

Θα μου γελάσεις τρυφερά μες το σκοτάδι,

θα με καληνυχτίσεις μ’ ένα χάδι,

θα σε φιλήσω, θα σου πω πως σ’ αγαπώ.


Κι όμως μου λείπεις και με λιώνει η απουσία.

Θέλω να νιώσω το κορμάκι σου ζεστό.

Ν’ ανακαλύψουμε ξανά τη συνουσία

προτού κι οι δυο μας καταντήσουμε μουσεία.

Αυτά, μωράκι μου, είχα μόνο να σου πω.


Σ’ ευχαριστώ.


Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Ξωτικά και Ξύλινα Σπαθιά. Μήπως καταδεχτεί να φωτίσει κι εμάς το Άγιο Πνεύμα.

Τώρα, έχω την εντύπωση πως λείπετε όλοι. Μία στο Άμστερνταμ, μία στο Μόναχο, ένας στην Ορεστιάδα - άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη, δηλαδή. Ο άλλος το 'κλεισε τελείως και πάει καμιά Τζαμάικα, υποψιάζομαι. (Μόνο το μαγικό ρομπότ δεν έχω καταφέρει να εντοπίσω, πού θα μου πάει, θα τον ξετρυπώσω κι αυτόν).

Αλλά, κι όσοι είστε εδώ, φευγάτοι μου φαίνεστε. Σαν να σας έπιασε το καλοκαίρι, ένα πράμα. Καλά κάνετε, γι αυτό εφευρέθηκαν τα καλοκαίρια. Για να μας πιάνουν. Πάντα απροετοίμαστους.

Φεύγω κι εγώ, φυσικά. Ως άνθρωπος του πνεύματος, οφείλω να το ξεκουράσω τώρα που γιορτάζει. Το Πνεύμα. Λιάζοντας το σώμα, πώς αλλιώς ξεκουράζονται τα πνεύματα;

Καλό τριήμερο, γειτονιά, σας αφήνω δυο τραγουδάκια. Για να σας κολλήσουν. Και να 'χετε ωραία λόγια στο κεφάλι σας αν χρειαστεί να πείτε κάτι που θα θυμούνται - αυτοί που θέλετε να μην σας ξεχάσουνε.

Πρώτα ο ύμνος των ξωτικών, από τον Σωκράτη Μάλαμα.

Μέσα στα ρούχα μου σε κρύβω σαν φωτιά
Να 'χουν να λεν πως δεν σε γνώρισα ποτέ μου
Όνειρο είναι η ιστορία μας, καρδιά μου
Τα ξωτικά γυρνούν τις νύχτες συντροφιά μου...



Και μετά ένα παράξενο τραγούδι, από τον Παύλο Παυλίδη και τα Ξύλινα Σπαθιά.

Θέλω ν' ακούσω
ένα παράξενο τραγούδι που να λέει
για ένα αυτοκίνητο ανοιχτό στην παραλία
για μία βόλτα με μια παρέα
που δε χρειάζεται κανείς τους να μιλάει
μονάχα ο καθένας να κοιτάει όπου γουστάρει
ένα σκυλί, ένα ζευγάρι
τις μηχανές που ξεκινάνε πριν ανάψει το φανάρι.

Τα παραμύθια δεν είν' αλήθεια
αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέμματα...







Τα υπόλοιπα μπορείτε να τα αυτοσχεδιάσετε. Σας έχω εμπιστοσύνη.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Με σκισμένα πανιά, με κομμένα φτερά, εγώ σε θέλω...

Η καλή μέρα από την προηγούμενη φαίνεται. Τη χτεσινή Δευτέρα την άδειασα ήδη στον κάδο ανακύκλωσης. Οριστική διαγραφή.

Όλα άρχισαν το απόγευμα της Κυριακής όταν, κι ενώ διέσχιζα σαν γαζέλα τον δρόμο για να πάω στο ψιλικατζίδικο, πέρασα ξυστά από τις ρόδες διερχόμενου ΙΧ. Ο κόπανος, δεν φτάνει που έτρεχε με 100 σε συνοικιακό στενό, έβγαλε την κεφάλα του απ' το παράθυρο και μου έσυρε τα εξ αμάξης (εκ Τογιότα, τέλος πάντων). Δεν τον συγκίνησε καν η εικόνα μου, της νεαρής καλλονής με την αέρινη φούστα και τα ασορτί γοβάκια, έχετε δει τη διαφήμιση με τον τύπο στο Λονδίνο που στολίζει τη γκόμενα με ό,τι του κατέβει; Ε, το ίδιο χωρίς την εύστοχη απάντηση της γκόμενας, στη συγκεκριμένη περίπτωση έμεινα παγωτό.

Με την ταραχή ήδη στο τσαντάκι μου ξαναμπήκα στο αμάξι και κατευθύνθηκα στον προορισμό μου. Παιδικό πάρτι. Μισώ τα παιδικά πάρτι. Απελπισμένοι γονείς που συναντιούνται μια φορά τον χρόνο και προσπαθούν να θυμηθούν πώς σε λένε και ποιανού μαμά είσαι και αφιονισμένα πιτσιρίκια που χοροπηδάνε στον ρυθμό του παπαγάλου ξεφωνίζοντας.



Στο εν λόγω πάρτι είχε άπειρο κόσμο. Είναι η φάση που θυμάσαι να βγάλεις όλες τις υποχρεώσεις σου, καλείς όποιον σου φανεί. Κι αρχίζει ο Γολγοθάς.

Άκουσα ατάκες απείρου κάλλους τύπου: "Εμείς δεν πάμε μπουζούκια, μόνο στο Ρομέο", "Ο δικός μου θα αρχίσει ιππασία που είναι και θεραπευτική", "Όχι, βρε, τι Prada, είσαι καλά, από τους μαύρους την πήρα", "-Έτσι όπως έχουν τα πράγματα μόνο η ορθοδοξία θα μας σώσει. -Εννοείς η εκκλησία; -Όχι, ο Κολοζώφ", και μη χειρότερα.

Έσκισα την αέρινη φουστίτσα μου με το τακούνι του ασορτί γοβακίου καθώς κυλιόμουν στο πάτωμα με τα πιτσιρίκια.

Έφαγα κρεατοπιτάκια από αλεύρι βρώμης που είναι υγιεινά.

Και, για καλή μου τύχη, συνάντησα μια παλιά μου φιλενάδα που είχα να δω από το περσινό πάρτι, αράξαμε στην άκρη της βεράντας με μια βότκα μεταμφιεσμένη σε μεταλλικό νερό και έμαθα όλα της τα νέα που ετοιμάζεται να πάει στη Γαλλία, γιατί είναι ηθοποιός και θα συμμετάσχει σε ένα φεστιβάλ θεάτρου δρόμου. Και ίσιωσα.

Ουφ, ευτυχώς, υπάρχουν και χειρότερα, πού να τρέχεις στα Παρίσια αυγουστιάτικα!

Για τη Δευτέρα τα 'παμε, δεν θέλω να θυμάμαι.

Σήμερα, όμως, ξύπνησα με δυο χαμογελαστά μούτρα κολλημένα στο δικό μου.
Πήγα στο γραφείο κι είχα μια ησυχία πρωτόγνωρη.
Έφαγα μεσημεριανό με τους άντρες μου.
Μίλησα με φίλους και γέλασα πολύ.
Μαγείρεψα ένα σούπερ γουάου φαγητό που έβγαλα επιτόπου από το μυαλό μου (και πολύ φοβάμαι πως θα τρώω για τον επόμενο μήνα, δεν βλέπω να το πλησιάζει κανένας άλλος).

Και, πριν από λίγο, άκουσα στο ραδιόφωνο αυτό το τραγούδι που αγαπάω και είχα να ακούσω καιρό.



"Σε θέλω, με σκισμένα πανιά, με κομμένα φτερά, εγώ σε θέλω..." Δεν είναι η πιο τρυφερή ερωτική εξομολόγηση για ένα καλοκαιρινό βράδυ;


ΥΓ1 Γιατί, όπως λέει και ο Οδυσσέας Ιωάννου (Μελωδία, κάθε μέρα 6-8), ρωτάς την άλλη "μα, καλά, τι μου βρίσκεις;" κι αυτή σου απαντάει "την αυτοπεποίθησή σου!".

ΥΓ2 Ποια είναι, τελικά, η Ευαγγελία;

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ. Με εντολή γιατρού. Και επίκαιρες θεωρίες Κοινωνικών Συγκρούσεων με καταλύτη την επικράτηση της Εντροπίας.



Πριν ξεκινήσετε να διαβάζετε το παρακάτω κείμενο (ή, τέλος πάντων, αμέσως μετά) επισκεφτείτε τη σελίδα paparologion και αφήστε την καταγγελία σας για όποιο σκοτεινό μυστικό κατέχετε και στοιχειώνει τον ύπνο σας. Λεπτομέρειες εδώ – μην το αμελήσετε, είναι εντολή γιατρού!

Έχει ανοίξει εδώ και καιρό η συζήτηση για το - υπό κατάθεση; υπό συζήτηση; υπό «ρίχνω άδεια για να πιάσω γεμάτα»; - νομοσχέδιο που θα έρθει να ρυθμίσει τη λειτουργία των ιστολογίων και του Διαδικτύου, γενικώς.

Η ηλεκτρονική πραγματικότητα – αυτό κι αν είναι οξύμωρο! – ρυθμίζεται μέχρι τώρα εν πολλοίς από τις συμφωνίες της Συνθήκης της Βουδαπέστης (23.11.2001), την οποία υπέγραψαν 26 υπουργοί Ευρωπαϊκών κρατών (και η Ελλάδα) και αναφέρεται στο ηλεκτρονικό έγκλημα. Ως τέτοια ορίζονται από την McConnell International τα εξής: Παρεμπόδιση (κυβερνο)κυκλοφορίας, Τροποποίηση και Κλοπή δεδομένων, Εισβολή και Σαμποτάζ σε δίκτυο, Μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση, Διασπορά ιών, Υπόθαλψη αδικημάτων, Πλαστογραφία και Απάτη.

Αυτά. Εγώ, όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, σκέφτομαι με βιβλία. Κι όλη αυτή η ιστορία μου θύμισε ένα νεανικό μου ανάγνωσμα, το «Οι πράκτορες του χάους», Νόρμαν Σπίνραντ, εκδ. Τρίτων 1997. Αντιγράφω:

«Κάθε Κοινωνική Σύγκρουση είναι πεδίο μάχης για τρεις αντίπαλες δυνάμεις: το Κατεστημένο, την Αντιπολίτευση – που αποζητά την ανατροπή της ισχύουσας Τάξης και την αντικατάστασή της με μια δική της – καθώς και μια τάση προς αύξηση της Κοινωνικής Εντροπίας, την οποία γεννά κάθε Κοινωνική Σύγκρουση και η οποία, στο πλαίσιο αυτό, είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή ως η δύναμη του Χάους».

(σημ. elf από το Λεξικό Τριανταφυλλίδη:

εντροπία η [endropía] O25 : 1.(φυσ.) η λειτουργία που καθορίζει την αταξία (κατάσταση έλλειψης τάξης) ενός συστήματος, η οποία αυξάνεται όταν αυτό εξελίσσεται προς άλλη κατάσταση αυξημένης αταξίας. 2. (στη θεωρία των πληροφοριών) ο αριθμός που εκφράζει το βαθμό ανταγωνισμού των δυνατών απαντήσεων σε ένα και το αυτό ερέθισμα).

Και συνεχίζει παρακάτω ο συγγραφέας:

«Στα πλαίσια μιας κοινωνίας, όπως και στο φυσικό βασίλειο, υπάρχει εγγενής η τάση προς αύξηση της εντροπίας ή αταξίας. Επομένως, όσο πιο Οργανωμένη είναι μια κοινωνία, τόσο μεγαλύτερη Κοινωνική Ενέργεια απαιτείται για να διατηρηθεί η Τάξη σ’ αυτήν και τόσο μεγαλύτερη Οργάνωση απαιτείται για να διατηρηθεί αυτή η Κοινωνική Ενέργεια – οι δυο παράδοξες ανάγκες τρέφονται η μια από την άλλη και αυξάνονται εκθετικά στο άπειρο. Κατά συνέπεια, μια άκρως Οργανωμένη κοινωνία καλείται διαρκώς να οργανωθεί ακόμη περισσότερο και άρα δύναται να ανέχεται όλο και λιγότερους Αστάθμητους Παράγοντες σε κάθε επανάληψη του κύκλου».

Κι επειδή φαντάζομαι πως, τέτοια ώρα κυριακάτικα, θα διαβάζετε το παρόν κείμενο με τα δαχτυλάκια σας βυθισμένα στην άμμο αποσαφηνίζω τι θέλει να πει ο ποιητής ως εδώ:

1. Τα κοινωνικά συστήματα, όπως και τα φυσικά, ρέπουν προς την αταξία. Το Διαδίκτυο, ειδικά, σχεδόν την εμπεριέχει στα δομικά συστατικά του.

2. Τα κράτη/εξουσιαστικές δομές οργανώνονται, σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να αντιμετωπίσουν το επικίνδυνο γι αυτά χάος.

3. Όσο θα οργανώνονται, τόση περισσότερη οργάνωση θα χρειάζονται ώστε να αντιμετωπίζουν τους αστάθμητους παράγοντες. Και τόσο πιο ευάλωτα θα είναι σε αυτούς.

Συμπερασματικά, σιγά μην άφηναν το Διαδίκτυο και τα μπλογκς ξέφραγο αμπέλι!!! Ο καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χρ. Μυλωνόπουλος τα λέει σαφέστερα στο Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές και Ποινικό Δίκαιο:

«Η πληροφορία γίνεται ένα στρατηγικό μέσο τόσο πολύτιμο και σημαντικό στη μεταβιομηχανική εποχή, όσο υπήρξαν το κεφάλαιο και η εργασία στη βιομηχανική, ενώ στο χώρο του δικαίου διαμορφώνεται ένα νέο άυλο έννομο αγαθό, η πληροφορία, της οποίας η τεράστια οικονομική, πολιτιστική αλλά και πολιτική σημασία είναι προφανής».

Θα προσπαθήσουν, λοιπόν, να ελέγξουν την πληροφορία, στο βαθμό που ήδη ελέγχουν (ή προσπαθούν) τα πάντα. Θα προσπαθήσουν να ελέγξουν τον Λόγο σε κάθε μορφή του. Και φοβάμαι πως τελικά θα τα καταφέρουν. Γιατί ο χρόνος είναι με το μέρος τους. Εκτός αν, για κάποιο λόγο, το Χάος, που πάντα ελλοχεύει, καταφέρει να τους αποπροσανατολίσει.

Και για να τελειώνουμε με αυτήν την ιστορία, τα μπλογκς δεν τα αντιλαμβάνεται κανένας σοβαρός άνθρωπος ως ειδησεογραφικά. Εδώ τον συμβατικό επώνυμο Τύπο παρακολουθείς (εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση) και πάλι χρειάζεται να διασταυρώσεις μια είδηση που θέλεις να χρησιμοποιήσεις ως επιχείρημα. Τα υπόλοιπα είναι απόψεις, κουτσομπολιά και φήμες. Και δεν μπορεί καμία κυβέρνηση να ποινικοποιήσει, επί της ουσίας, τις φήμες απ’ τη στιγμή που τις χρησιμοποιεί κατά κόρον ως μέσα εντυπωσιασμού, επιβολής ή απενοχοποίησης – θυμάστε όλοι τη φήμη για τα πυρηνικά του Σαντάμ που «δικαίωσαν» το 2003 στην Παγκόσμια Κοινή Γνώμη την εισβολή στο Ιράκ.

Αν πραγματικά ενδιαφέρονταν αυτοί που κόπτονται για την προστασία του κάθε πολίτη από το ηλεκτρονικό έγκλημα δεν θα έφτιαχναν κατασταλτικούς νόμους και ελεγκτικούς μηχανισμούς. Θα φρόντιζαν να μας εκπαιδεύσουν στη χρήση του Διαδικτύου. Μικρούς και μεγάλους.

Αν πραγματικά ενδιαφέρονταν αυτοί που κόπτονται για την προστασία του κάθε πολίτη από κάθε κακοτοπιά θα φρόντιζαν να μας εκπαιδεύσουν στην κριτική σκέψη, γενικώς. Στη σκέψη.

Αλλά, «αυτοί» είμαστε εμείς. Κι εμείς δεν αλλάζουμε εύκολα. Γι αυτό σας λέω πως ο χρόνος είναι με το μέρος τους. Εκτός αν, εντωμεταξύ, επικρατήσει η ευλογημένη εντροπία.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ!!!

Ο "Μήτσος" είναι on line! Διαθέσιμος και πρόθυμος. Σε δικό του σπίτι (www.booksinfo.gr), που όμως είναι και λίγο δικό μας γιατί είναι σπίτι λογοτεχνικό. Διαβάστε τον, ονειρευτείτε τον και σχολιάστε. Επί της ουσίας όχι "...μπράβο, βρε Ελένη, τι ωραία που τα λες, από το στόμα μου το πήρες..." κλπ.
Παραθέτω ένα ακόμα απόσπασμα για δολωματάκι. Απολαύστε υπεύθυνα μαζί με το τραγούδι - το άκουγα 200 φορές την ημέρα όταν έγραφα το βιβλίο.





Ο Μήτσος ήταν ο τέταρτος που ήξερε τις περιπέτειές μας. Χωρίς ονόματα, φυσικά -φύλαγε τα ρούχα σου- αλλά με κάθε λεπτομέρεια.
Εκείνος μ’ άκουγε με προσήλωση: έσμιγε τα φρύδια όταν τα πράγματα γίνονταν σκούρα, τα σήκωνε ειρωνικά στις τραγικές μου εξάρσεις, χαμογελούσε στ’ αγαπησιάρικα και ξελιγωνόταν όταν άρχιζα τις κρυάδες - που ο φίλος μου θεωρούσε «αστεία».
- Ψοφάω να μου διηγείσαι, Αποστολοπούλου, μου έλεγε. Έχεις έναν τρόπο! Βέβαια, υποψιάζομαι πως τα πλακώνεις στη σάλτσα...
- Οικογενειακό κουσούρι, αγαπητέ μου, του απαντούσα. Πώς νομίζεις πως έγινε διάσημος για τις παραδόσεις του ο πατέρας μου; Ή πώς πουλάει αυτές τις μπούρδες για «τέχνη» η μάνα μου; Αν δεν έχεις τίποτα να διηγηθείς απ’ τη ζωή σου, Μήτσο, τότε δεν ζεις. Δεν θυμάμαι που το διάβασα, αλλά μερικές φορές νιώθω σαν να το ‘χω πει εγώ...
- Αλήθεια, γιατί δεν γράφεις; μου πρότεινε μια μέρα.
- Α, όχι, δεν είναι για μένα αυτά. Έχω μεγαλώσει ανάμεσα σε συγγραφείς, ξέρω τι σου λέω. Δεν έχω την απαιτούμενη πειθαρχία και αυτοσυγκέντρωση. Άσε, που δεν μπορώ να με φανταστώ ακίνητη τόσες ώρες. Εμένα ο λόγος της ύπαρξής μου είναι η κίνηση.
- Γιατί σταμάτησες να χορεύεις; με ρώτησε εκείνο το μεσημέρι, που συναντηθήκαμε να του πω για το πάρτι.
- Αυτή είναι μια άλλη ιστορία, τον έκοψα.
- Όχι, αυτή είναι η σωστή ιστορία, επέμεινε σοβαρά. Έχεις τέσσερις μήνες τώρα που με τραβολογάς σε καφετέριες και κρασάδικα. Μου μιλάς ασταμάτητα. Ξέρω τα πάντα για τις φίλες σου - δεν ξέρω, όμως, τίποτα, για σένα. Τίποτα ουσιαστικό. Μου τα παρουσιάζεις όλα ρόδινα - τη ζωή σου, το γάμο σου... Κι όμως, έχεις αυτό το θλιμμένο βλέμμα κάθε φορά. Μίλα μου, Αποστολοπούλου, δεν είμαι φίλος σου;
- Ορίστε, ρώτα με. Τι θες να μάθεις;
- Γιατί δεν χορεύεις;
- Γιατί βαριέμαι τις φασαρίες, Μήτσο. Δεν μ’ αρέσει να τσακώνομαι. Ο Κων/νος δεν ανέχεται την ιδέα να δουλέψω. Δεν είναι του επιπέδου μας, κατάλαβες; Ήταν το μόνο πράγμα που μου ζήτησε, κι εγώ σαν ηλίθια...
- Ν’ απαρνηθείς αυτό που είσαι; Κι ισχυρίζεται πως σ’ αγαπάει;
Δεν απάντησα. Είχαν τελειώσει τα προσχήματα μεταξύ μας. Δεν μπορούσα - δεν ήθελα να τον κοροϊδεύω άλλο. Ούτε τον εαυτό μου.
Για λίγη ώρα μείναμε σιωπηλοί. Και ξαφνικά:
- Τον έχεις απατήσει ποτέ;
- Ποτέ. Δεν έχω απατήσει κανέναν. Είναι ζήτημα προσωπικής ηθικής. Πρόσεξε: δεν κατακρίνω αυτούς που το κάνουν. Οι άνθρωποι που ξέρω, τουλάχιστον, έχουν τους λόγους τους και για μένα είναι σεβαστοί. Απλώς δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Δεν υπάρχει λόγος. Όταν πάψω να θέλω κάποιον, τον αφήνω.
Σταμάτησα λίγο και σκέφτηκα αυτά που έλεγα. Ο Μήτσος με κοιτούσε στα μάτια μ’ ένα παράξενο βλέμμα. Χαμήλωσα το δικό μου στο φλιτζάνι μου.
- Κι έπειτα, δεν μπορώ την ταλαιπωρία, συνέχισα σε πιο ανάλαφρο τόνο. Ψέματα, κρυφά τηλεφωνήματα, βιαστικές συναντήσεις. Γιατί να βασανίζω το κορμάκι μου;
- Μάλιστα, σχολίασε στο γνωστό του ύφος.
Άρχιζε να με μαθαίνει επικίνδυνα. Και για κάποιο, απροσδιόριστο ακόμα, λόγο δεν προσπαθούσα να του κρυφτώ.
- Λοιπόν, θα ‘ρθεις στο πάρτι μου;
- Μπορώ ν’ αρνηθώ; μου χαμογέλασε.
- Όχι.
- Τότε θα ‘ρθω.


Edit:
Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική το 2002. Πήγε πολύ καλά, έκανε 2η έκδοση μέσα σε ένα μήνα. Τώρα, όμως, έχει εξαντληθεί και για να το βρει κάποιος πρέπει να πάει στο βιβλιοπωλείο της Εμπειρίας ή να το ζητήσει στα άλλα βιβλιοπωλεία.
Γι αυτό αποφάσισα να το ανεβάσω. Πιστεύω ακράδαντα πως τα βιβλία θα έπρεπε να μοιράζονται δωρεάν. Κι αν δεν είχε τόσο μεγάλο κόστος η έκδοση, θα το έβγαζα μόνη μου και θα το έδινα σε όλον τον κόσμο. Έβγαλα κάποια αρκετά λεφτά απ' αυτό, αλλά δεν θέλω να ζω από τη λογοτεχνία - κι αυτή είναι άλλη συζήτηση που θα κάνουμε κάποια στιγμή.
Το ανέβασα, λοιπόν, για να το διαβάσετε όλοι. Και για να εκτεθώ σε όλους (σας) τους φίλους και να στρωθώ να τελειώσω το δεύτερο που έχει γίνει ανέκδοτο: "Καλά, αυτό το μιθυστόρημα κόκαλα έχει";;;

Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ. Και λίγο από Σιδηρόπουλο.


"...Κουφή χώρα, καμένη πόλη,
Η πυρά μας καλεί,
ετούτη τη φορά,
χωρίς αίσιο τέλος..."

Ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, ιδιωτικός ντεντέκτιβ, αναρχικός και μονόφθαλμος, παιδί των εξεγέρσεων του 1968 στο Μεξικό, καπνίζει μα δεν πίνει, κουτσαίνει λίγο εξαιτίας ενός παλιού τραύματος και πιστεύει πως δεν πρόκειται πια να μπορέσει να διατηρήσει σταθερή σχέση με κανέναν.

Δεν μπορούμε να πούμε ότι αναζητά το έγκλημα, είναι το έγκλημα εκείνο που τον βρίσκει κάτω από τη μορφή ενός νεκρού Ρωμαίου λεγεωνάριου που προσγειώθηκε στις τουαλέτες του γραφείου του. Ο Έκτορ λοιπόν ξεκινά μία αλλόκοτη έρευνα όπου θα συναντήσει έναν ισορροπιστή (νεκρόν κι αυτόν), έναν λοχαγό (που πεθαίνει), δολοφόνους (που θα πεθάνουν σύντομα) και μία κοπέλα που αλληθωρίζει λίγο αλλά έχει ωραία πόδια.

Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να τελειώσουν άσχημα. Πρόκειται για ένα από τα τέσσερα μυθιστορήματα της πρώιμης αστυνομικής τετραλογίας του Μεξικανού συγγραφέα ΠΑΚΟ ΙΓΝΑΣΙΟ ΤΑΙΜΠΟ ΙΙ με ήρωά τον Εκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, όπου εμφανίζονται όλα τα μοτίβα που τον έκαναν γνωστό: το χιούμορ και η άναρχη δράση σε άμεση σύνδεση με την πολιτική κατάσταση του σύγχρονου Μεξικού.

Πάκο Iγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, Χωρίς αίσιο τέλος, εκδ. Άγρα

Η αλήθεια είναι πως έχω πολλά χρόνια να ονειρευτώ ότι πετάω, δηλ. το Δ.
Το έβλεπα συχνά όταν ήμουν μικρότερη. Δεν πετούσα ακριβώς.
Φυσούσε, λέει, ένας πολύ δυνατός αέρας, πολύ πολύ δυνατός.
Κι εγώ, στεκόμουν απέναντί του, άνοιγα τα χέρια μου και με σήκωνε ψηλά.
Τότε μπορούσα να "κολυμπήσω" σχεδόν σ' αυτό το ρεύμα.
Και ήταν το αγαπημένο μου όνειρο.
Τον τελευταίο καιρό, όμως, έχει αρχίσει ένα άλλο, επαναλαμβανόμενο κι αυτό:
βρίσκομαι σ' έναν πολύ στενό χώρο, σαν μικρό τούνελ, και μπροστά μου
υπάρχει ένα τετράγωνο κομμάτι τοίχου που, όμως, δεν καλύπτει
ολόκληρη την έξοδο.
Και ξαφνικά, μέσα από το σκοτάδι, πίσω από τον τοίχο, αρχίζει να φέγγει ένα φως,
που όλο δυναμώνει και δυναμώνει και δυναμώνει...
Σαν να βγαίνει ο ήλιος στην άκρη του τούνελ μου και να ξημερώνει.
Το φως είναι δυνατό, λαμπερό και πορτοκαλί, σαν έκρηξη
και αυτό είναι το αγαπημένο μου όνειρο πια!

(Μάλλον έχει να κάνει με τη συμβουλή/διαταγή που μου έδωσε πρόπερσι ένας δάσκαλός μου
όταν συζητούσαμε για τη Σύλβια Πλάθ και τον τρόπο που η ποιήτρια επέλεξε να αυτοκτονήσει: "Βγάλε το κεφάλι σου από τον φούρνο!"
Τι λέτε, γιατρέ μου;)

Δωράκι έξτρα μπόνους για σας που βρήκατε τη σωστή απάντηση
(άντε, και για τους άλλους). Παύλος Σιδηρόπουλος με αγγλικό στίχο.
Δώστε βάση στην ενορχήστρωση. Καλό μήνα!




Για να βγάλουμε, Day after day, κι αυτό το καλοκαίρι...

Blog ποικίλης ύλης...

...και μάλλον προβοκατόρικο.