Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

Εδώ, μωρή, θα λέγεσαι Μαρία. Καμιά φορά και Αμαλία.

Την Παρασκευή τα ξωτικά δε δουλεύουν. Κάθονται σπίτι και πίνουν καφέ, συμπληρώνουν φορολογικές δηλώσεις ή ακούνε πρωινό ραδιόφωνο.
Ενίοτε γράφουν. Γιατί, ως γνωστόν, αργία μήτηρ πάσης κακίας.

Θέμα 1ο: Κινηματογράφος.
Χτες βράδυ εγκαινίασα την περίοδο των θερινών σινεμά. "Άνοιξις", με 7 θεατές όλους κι όλους, μια αγωνία για το αν θα δουλέψει η μηχανή προβολής, αφού δεν είχαν προλάβει να τη δοκιμάσουν, και μια ταινία από αυτές που θα θυμάμαι: Πριν ο Διάβολος Καταλάβει ότι Πέθανες. Σίντνεϊ Λιούμετ σκηνοθεσία και Άλμπερτ Φίνει, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Ίθαν Χοκ και Μαρίσα Τομέι στους πρώτους ρόλους. Υποψιάζομαι πως θα την έχετε δει όλοι - παίζει εδώ και μήνες. Αν όχι, δείτε τη. Είναι σπάνια τα καλά αμερικάνικα δράματα που πετυχαίνουν το στόχο τους. Εδώ ήταν η αποδόμηση της καλής οικογένειας των προαστίων. Με δυνατό μοντάζ και καταπληκτικές ερμηνείες. Και, φυσικά, βασισμένη σε βιβλίο, το ομώνυμο του Λόρενς Μπλοκ.


Θέμα 2ο: Μπλογκοπαίχνιδο Νο 456
Με κάλεσαν και δεν μπορώ να λέω όχι στις ευγενικές προσκλήσεις. Άσε που, τώρα τελευταία, όλο αλήθειες λέω. Τα διαδικαστικά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Από τις παρακάτω προτάσεις μόνο μία αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Διαλέξτε:

Α. Καπνίζω μα δεν πίνω

Β. Κουτσαίνω λίγο εξαιτίας ενός παλιού τραύματος

Γ. Δεν πρόκειται πια να μπορέσω να διατηρήσω σταθερή σχέση με κανέναν

Δ. Έχω πολλά χρόνια να ονειρευτώ ότι πετάω

Ψηφίστε και κερδίστε! Τα αποτελέσματα από Δευτέρα. Και πασάρω την πρόκληση στους christina noe, beth, madame bovary, scarface, ελ μακαρόνιους και adomiel.


Θέμα 3ο: Αμαλία Καλυβίνου.
Όταν πέθανε η Αμαλία Καλυβίνου εγώ δεν είχα καμία σχέση με τα μπλογκς. Το Διαδίκτυο το χρησιμοποιούσα μόνο στη δουλειά. Είχα ακούσει, φυσικά, την ιστορία της και φαντάζομαι θα είχα πει κάτι σαν "κρίμα, τόσο νέα κοπέλα".
Έχω διαβάσει ελάχιστη από τη πολεμική φιλολογία που έχει αναρτηθεί γύρω από το όνομά της. Για το ποιος ήταν αληθινός φίλος της και ποιος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το όνομά της. Βαριέμαι να τσακώνομαι στην καθημερινότητά μου, σιγά μην τσακωθώ και ηλεκτρονικά. Επίσης, δεν πιστεύω στη διαμαρτυρία του καναπέ. Ούτε σ' αυτήν του δρόμου πια, για να πω την αλήθεια. Όσο μεγαλώνω, τείνω να καταλήξω πως η μόνη αποτελεσματική λύση θα ήταν να πάρουμε τα όπλα.
Παρόλα αυτά, θα κάνω μια αφιέρωση στη μνήμη της - με αφορμή την επέτειο του θανάτου της. Και θα εκφράσω την ειλικρινή λύπη και οργή μου στους δικούς της. Σαν να πήγαινα στο μνημόσυνό της για να αφήσω λίγα λουλούδια.
Της αφιερώνω, λοιπόν, το παρακάτω τραγούδι. Δεν έχει σχέση με την περιπέτειά της. Δείχνει, όμως, πολύ γλαφυρά τη μηδαμινή αξία που έχει για την πολιτισμένη μας κοινωνία η ζωή ενός ανθρώπου που δεν έχει τα μέσα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Κι επειδή ο ήχος δεν είναι πολύ καλός, παραθέτω τους στίχους.



Ενδελέχεια
Εδώ, μωρή, θα λέγεσαι Μαρία


Λαμέ εμπριμέ, ψηλό τακούνι
ο έρωτας μυρίζει Ουκρανία
Σαράντα χρόνια δάνειο
Αμάξι ανοιχτό απ' την Ασία
Σκυλάδικο - σαπίζει η επαρχία
Εδώ, μωρή, θα λέγεσαι Μαρία

Χρυσό σταυρό και μέσα λέρα
στα δώδεκα τον πιάσαν για ληστεία
Μην ψάχνεις πώς τη γλίτωσα
Δεν έχει πια καμία σημασία
Δεν ξέρω πώς σε λέγαν στη Ρωσία
Εδώ, μωρή, θα λέγεσαι Μαρία

Σβηστό το φως, παντού σκοτάδι
Τον άφησε. Την ψάχνει η αστυνομία
Πώς πέρασε τα σύνορα - αυτό είναι μια άλλη ιστορία
Της έσπασε τα δόντια με μανία
Εδώ, μωρή, θα λέγεσαι Μαρία

Τι βρήκε και τι έχασε κανένας μας δεν ξέρει
Το όνομά της ξέχασε, το φύσηξε τ' αγέρι

Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Μωρό μου, καλησπέρα και άλλες ιστορίες από τον Καιρό της Λάσπης

Όταν ήμουν 18 χρόνων, περίπου τον Καιρό της Λάσπης, τα ‘φτιαξα με τον Π. που ήταν 25 (ναι, τα φτιάξαμε, έτσι λέγαμε τότε). Εγώ «σπούδαζα» Δημοσιογραφία, δηλαδή έκανα την ωραία στα Εξάρχεια και τα πέριξ. Αυτός, εκτός από "μεγάλος", ήταν και ταξιτζής, δηλαδή παιδί της πιάτσας και σχεδόν πλούσιος για τα δεδομένα μας – μέσα σε μια μέρα έβγαζε περισσότερα από το μηνιαίο μου χαρτζιλίκι Επίσης, ήταν και φίλος φίλου – αυτό για να μη νομίζετε πως μπαίνω στα ταξί και ρίχνομαι στους ανυποψίαστους επαγγελματίες.

Πολύ καλό παιδί ο Π. Γλύκας. Όσον καιρό είμαστε μαζί, δεν θυμάμαι να μου χάλασε ένα χατίρι.. Κάθε πρωί κανόνιζε έτσι τις κούρσες του, ώστε να έρθει να με πάρει και μένα – τότε οι ταξιτζήδες πήγαιναν όποια κούρσα γούσταραν. Περίμενε, μαζί και οι πελάτες, να κατέβω με το πάσο μου και, με το που άνοιγα την πόρτα για να στολιστώ στη θέση του συνοδηγού, έβρισκα μπροστά μου στο παρμπρίζ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο Μπακαρά, μία σοκολάτα ΙΟΝ γάλακτος και το κασετόφωνο να παίζει στη διαπασών Βοσκόπουλο: «Αποκλείεται σου είπα, Αποκλείεται σου λέω, Να ‘ρθει η μέρα που θα σ’ αγαπώ πιο λίγο, Την ψυχή μου θα σου δώσω στο φιλί το τελευταίο…κλπ».

Μετά με ρωτούσε «τι θέλει το κορίτσι σήμερα;» και το κορίτσι απαντούσε συνήθως με νάζι «θάλασσα». Τότε εκείνος γκάζωνε, ξεφόρτωνε τον έντρομο πελάτη σε κάποιον προορισμό σχετικά κοντινό με την αρχική του προτίμηση και με σεργιάνιζε στα Σούνια - εξ’ ου και πήγε χαμένη μια σπουδαία καριέρα στη δημοσιογραφία.

Τις σπάνιες φορές που του απαντούσα «Σχολή», με πήγαινε αδιαμαρτύρητα στο κέντρο, ερχόταν να με πάρει το μεσημέρι για να με ταΐσει, μετά με κουβάλαγε στα Ισπανικά/Αγγλικά/Μπαλέτα και, όταν τελείωνα, ήταν πάλι εκεί για να βγούμε τη βραδινή μας βόλτα. Κάτι σαν τον μπαμπά μου, δηλαδή, συν τον Βοσκόπουλο και τη βόλτα.

Με τον Π. έκανα για πρώτη φορά παρέα με ανθρώπους κοντά στα τριάντα. Οι φίλοι του είχαν όλοι αυτοκίνητα και ήταν εργαζόμενοι, παντρεμένοι με παιδιά και φαινομενικά σοβαροί άνθρωποι . Εντελώς εξωτικοί για μένα που ζούσα ακόμα με τους γονείς μου, κυκλοφορούσα με λεωφορεία και ένα σαράβαλο Καρέλι με πετάλια και, εκτός από τις σπουδές μου και κάτι ιδιαίτερα που έκανα σε ταλαιπωρημένα πιτσιρίκια, δεν είχα καμία έννοια στο κεφάλι μου.

«Τι ωραίες οικογένειες» σκεφτόμουν γνωρίζοντάς τους κι έχοντας το αθώο μου μυαλό γεμάτο στερεότυπα μικροαστικής ευτυχίας με αιώνια αγάπη, σπίτι, παιδιά και σκύλο. Νέοι, ωραίοι, μοντέρνοι με χαριτωμένα μωρά και ερωτευμένοι.

Ναι, αλλά με άλλους. Λίγο μετά τον πρώτο καιρό, ο αγαπημένος μου γκρέμισε μια και καλή όλες μου τις φαντασιώσεις προσπαθώντας να με κατατοπίσει. «Τη θυμάσαι τη Βίκη, τη γυναίκα του Θανάση; Τα ‘φτιαξε με τον Λευτέρη, τον άντρα της ξαδέρφης της Νάντιας, της κομμώτριας, που τα ‘χει με τον κουμπάρο της τον Περικλή…» Ποιόν Περικλή, ρωτούσα εγώ, περιμένοντας την ανάλογη απάντηση για να αλλάξουμε θέμα. «Τον Περικλή, τον άντρα της…» και το γαϊτανάκι δεν έλεγε να τελειώσει, σαν το τραγούδι του Κηλαηδόνη.

Εκτός από τα νέα ήθη κι έθιμα στις μοντέρνες οικογένειες, με την παρέα του Π. έμαθα και τα μπουζούκια. Μέχρι τότε σύχναζα μόνο σε μπαρ με ξένη μουσική, κατά προτίμηση ροκ, τα ελληνικά ήταν περίπου κατάπτυστα. Ένα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο: «Στολίσου, μωρό, το βράδυ θα σε πάω Αντύπα να το κουνήσεις». Φυσικά, δεν ήξερα τι είναι το αντίπα, αλλά δεν έφερα αντίρρηση, στολίστηκα – το καλό μου τζιν και τις καλές μου αρβύλες – και, χωρίς να ζητήσω περαιτέρω διευκρινήσεις, βρέθηκα στην Παραλιακή.

Μερικά πεντοχίλιαρα στον μετρ και θρονιαστήκαμε πανηγυρικά πρώτο τραπέζι πίστα. Όλη η γνωστή μπες-βγες παρέα, με συζύγους, εραστές και παρελκόμενα, συν τη Βάσω, μια λιγομίλητη μελαχρινή, της οποίας ο άντρας τραγουδούσε, δευτερότριτο όνομα στο μαγαζί. (Δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα του μαγαζιού, πάντως ήταν μεγάλη πίστα, το σχήμα ήταν Αντύπας-Κατερίνα Στανίση, γουάου!).

Είχα εγκλιματιστεί πλήρως στην ατμόσφαιρα της παρακμής με τις λοξές, υπονοούμενες ματιές απ’ τη μια πλευρά του τραπεζιού στην άλλη και τα φοβερά τραγούδια που δεν είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου, είχα καταλάβει πια πως το αντίπα ήταν άνθρωπος και δη αοιδός φίρμα, και τα περνούσα ζάχαρη με τα ουίσκια και τα ξηροκάρπια που έρεαν άφθονα.

Ώσπου, ξαφνικά, κάτι άλλαξε στην ατμόσφαιρα. Η πίστα άδειασε από ανθρώπους και γέμισε καπνούς. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει κάτι απίθανες νότες και όλο το μαγαζί έκανε αααα και άναψε αναπτήρες. Πρώτα άκουσα την παθιάρικη φωνή. «Μωρό μου, καλησπέρα. Σε σκεφτόμουν όοοολη μέρα» κι έπειτα γύρισα το κεφάλι μου και είδα έναν ανεκδιήγητο τύπο, με άσπρο κολλαριστό κουστούμι γεμάτο απλικαρισμένες άγκυρες και καραβόσκοινα, να χαιρετάει τα εκστασιασμένα πλήθη.

Νόμιζα πως είναι κωμικός κονφερασιέ. Ήταν ο Αντύπας. Κι αυτήν την εμφάνιση, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν νομίζω πως θα την ξεχάσω ποτέ.

Για του λόγου το αληθές παραθέτω το βίντεο κλιπ του άσματος. Επιτρέψτε μου να το αφιερώσω, μαζί με ολόκληρο το ποστάκι, στον Π. της ιστορίας, που παντρεύεται το ερχόμενο φθινόπωρο μια κοπέλα όμορφη και γλυκιά. Και να του ευχηθώ μ’ όλη μου την καρδιά «Βίον ανθόσπαρτον και καλούς απογόνους»!!! Γιατί είναι καλό παιδί και του αξίζει να ζει ευτυχισμένος.





Α, να μην ξεχάσω. Η Βάσω, η λιγομίλητη μελαχρινή της παρέας με τον άντρα τραγουδιστή, ήταν, εκείνο τον καιρό εν αγνοία μου, η παντρεμένη ερωμένη του γκόμενού μου!

Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Το τεκμήριο της αθωότητας

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , Βρυξέλλες, 26.4.2006

ΠΡΑΣΙΝΗ ΒΙΒΛΟΣ Το τεκμήριο αθωότητας

Το τεκμήριο αθωότητας αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ -Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (δικαίωμα στη χρήση και απονομή δικαιοσύνης): «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του» και στο άρθρο 48 του ΧΘΔΕΕ - Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τεκμήριο αθωότητας και δικαιώματα της υπεράσπισης): «1. Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο. 2. Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο.»

Στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) διατυπώνονται οδηγίες σχετικά με τα συστατικά στοιχεία του τεκμηρίου αθωότητας. Αφορά μόνο πρόσωπα που «κατηγορούνται για ποινικό αδίκημα[12]». Ο κατηγορούμενος πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν να μην είχε διαπράξει κανένα αδίκημα έως ότου το κράτος, μέσω των διωκτικών αρχών, συγκεντρώσει επαρκείς αποδείξεις βάσει των οποίων ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο σχηματίζει πεποίθηση ότι είναι ένοχος. Το τεκμήριο αθωότητας «απαιτεί […] τα μέλη του δικαστηρίου να μην είναι προκατειλημμένα ότι ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται»[13]. Δεν θα πρέπει να κηρύσσεται ένοχος από δικαστήριο προτού διαπιστωθεί η ενοχή του. Δεν θα πρέπει να προφυλακίζεται παρά μόνον αν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι. Σε περίπτωση προφυλάκισης, θα πρέπει να του παρέχονται συνθήκες κράτησης σύμφωνες με την τεκμαιρόμενη αθωότητά του. Το βάρος της αποδείξεως της ενοχής του κατηγορουμένου έχει το κράτος και κάθε αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου. Ο τελευταίος πρέπει να είναι σε θέση να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις. Γενικότερα δεν θα πρέπει να αναμένεται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που τον ενοχοποιούν. Δεν θα πρέπει να δημευθούν περιουσιακά του στοιχεία χωρίς την τήρηση των κατάλληλων δικονομικών εγγυήσεων.

Σκέφτομαι την υπόθεση της παιδικής πορνογραφίας που «έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο», όσο κι ένα σωρό άλλες αντίστοιχες που εμφανίζονται κατά καιρούς κι ύστερα εξαφανίζονται σαν να μην μας είχαν συγκλονίσει ποτέ (θυμίζω την υπόθεση του 2003).

Είναι τρομακτικό για ένα νήπιο ή ένα παιδί να έρχεται αντιμέτωπο με την ωμή σεξουαλικότητα. Πολύ τρομακτικό. Πιο τρομακτικό από τους δράκους, τα φαντάσματα και τους βρικόλακες. Γιατί είναι κάτι που δεν το ξέρει. Και δεν μπορεί να το καταλάβει. Το μυαλό του το εντάσσει στο φάσμα της βίας. Του προκαλεί εφιάλτες για όλη του τη ζωή. Δεν ξεχνιέται ποτέ.

Όμως…

Το να καταδικαστούν νομικά και ηθικά αυτοί οι άνθρωποι (ή τέρατα) είναι ένα θέμα. Το δικαίωμά τους στο τεκμήριο της αθωότητας είναι ένα άλλο. Γιατί υπάρχουν ορισμένες δικλείδες ασφαλείας στις σύγχρονες, ολοένα και πιο φασίζουσες κοινωνίες που πρέπει να κρατήσουμε με νύχια και δόντια.

Από την άλλη, υπάρχει -νομοθετικά κατοχυρωμένο κι αυτό, δεσμεύομαι να το βρω, τώρα δεν προλαβαίνω – το δικαίωμα του πολίτη να ενημερώνεται για τις διώξεις. Με ιδιαίτερη αναφορά σε τέτοιες «ευαίσθητες» υποθέσεις. Υπό την προϋπόθεση πως στη δημοσιοποίηση δεν θα αναφέρεται «ο παιδεραστής» ή «ο βιαστής» ή «ο δολοφόνος» αλλά «ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος, ο φερόμενος ως…»

Κι αναρωτιέμαι: Η ελληνική κοινωνία, και η παγκόσμια as well, που ενημερώνεται από τον Αυτιά και τον Τριανταφυλλόπουλο και «συγκλονίζεται» με νέα υπόθεση ανά τριήμερο, είναι ώριμη να ξεχωρίσει τον ύποπτο, τον κατηγορούμενο, τον φερόμενο ως… από τον παιδεραστή, τον βιαστή, τον φονιά; Κι αν, μία στο εκατομμύριο, είναι αθώος; Κι αν αύριο βρεθώ εγώ στη θέση του γιατί πχ μια κάμερα-ρουφιάνος με "συνέλαβε" να δίνω μία τσίχλα σε ένα γυφτάκι;

(Παρομοίως, τηρουμένων των αναλογιών: Ο Βγενόπουλος μήνυσε τον Παπανδρέου και τον Τσίπρα γιατί τον είπαν απατεώνα. Δικαίωμά του. Αν τον «έχουν» είναι δική τους δουλειά να το αποδείξουν).

Και για το τέλος: Ο τζίρος από το εμπόριο πορνογραφικού υλικού με ανήλικους υπολογίζεται σε περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Περαστικά μας.

Σάββατο 24 Μαΐου 2008

Το απόλυτο γλύψιμο. Σλουουουρπ! (Για να μου πάρει και κανένα φουστανάκι).

Γνωριστήκαμε το 1990, τέτοια εποχή περίπου, καλοκαιράκι. Ήταν ο καινούριος γκόμενος της φίλης μας, απ’ το Πανεπιστήμιο. Τον έφερε να τον εγκρίνουμε, οι υπόλοιπες σοφές, για να χωρίσει επιτέλους τον παλιό.

Ωραίος, στο στυλ που πάντα μ’ άρεσε. Σαν αυτούς που είχα κολλημένους στις αφίσες στους τοίχους μου. Λίγο ροκ, λίγο «δε βαριέσαι, εγώ δεν ασχολούμαι μ’ αυτά», βλέμμα ευθύ, χαμόγελο λοξό και δύσκολο, γλώσσα που τσακίζει. Και, φυσικά, μηχανή Honda. Street.

Τον αντιπάθησα στα δέκα πρώτα λεπτά. «Τι ξερόλας κάφρος» είπα μέσα μου και ξαναχώθηκα στην αγκαλιά του τότε αγιάτρευτού μου έρωτα. Κι εκείνος επίσης. «Τι τσουλί!» είπε με τη σειρά του και μου την έμπαινε επιδεικτικά όλο το υπόλοιπο βράδυ.

Στα επόμενα χρόνια συνέβησαν πολλά στις ζωές μας. Εγώ χώρισα τον αγιάτρευτο έρωτα, βρήκα άλλον, τον παντρεύτηκα, άνοιξα ένα μαγαζί με κατεψυγμένα ψάρια και τον χώρισα κι αυτόν.

Εκείνος πήγε στρατό, παράτησε το Πολιτικό για να γίνει οικοδόμος κι ετοιμαζόταν να παντρευτεί τη φίλη μου.

Είχε έρθει στον γάμο μου και ραβόμουν για τον δικό του. Ήμασταν φίλοι πια. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο, πίναμε καφέδες και ουζάκια, πλακωνόμασταν για τα πολιτικά και τα ποδοσφαιρικά, τον έλεγα Κνίτη και μ’ έλεγε μικροαστή.

Και χορεύαμε. Στα ρεμπετάδικα και τα κλαμπ. Πάντα. Οι δυο μας. Ταιριάζουν οι ρυθμοί μας, λέγαμε στους άλλους. Έχω μια φωτογραφία από τα Χριστούγεννα του ‘91 που χορεύουμε γκαρσιλαμά. Αν τη δείτε, θα καταλάβετε για τι πράγμα μιλάω.

Στις 26 Μαΐου του 1994 σκοντάψαμε σ’ ένα κρεβάτι. Υποτίθεται θα ήταν ένας από τους κλασικούς μας καφέδες. Αποδείχτηκε προμελετημένο έγκλημα. Κι από τους δυο μας. Εγώ έδιωξα άρον-άρον την A. που είχε έρθει να μου πει τα δικά της βάσανα με τον…ούτε θυμάμαι ποιον κι εκείνος μου είχε γράψει μια κασέτα με τον Αύγουστο και το Κόκκινο φεγγάρι, θάλασσες τεκίλα. Φορούσα ένα μπλε φανελάκι και μια εμπριμέ σχεδόν φούστα της Β. Φορούσε τζιν και το αγαπημένο μου ροζ, ξεβαμμένο του τίσερτ.

Μετά εγώ παράτησα το ψαράδικο, σπούδασα και έγραψα ένα βιβλίο. Εκείνος τελείωσε το Πολιτικό, έκανε μεταπτυχιακό κι άρχισε να δουλεύει και να προσπαθεί να φτιάξει τον κόσμο.

Έχουν περάσει 14 χρόνια κι είμαστε ακόμα μαζί. Συνεχίζω να μην τον χωνεύω. Είναι Κνίτης, βάζελος κι ακούει ρεμπέτικα. Εγώ είμαι Ό,τι να ‘ναι, ΑΕΚάρα και ακούω Red Hot Chili Peppers.

Ούτε αυτός με χωνεύει. Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος. Για την ακρίβεια, είμαι πολύ μαλακισμένο. Ειδικά τις περιόδους που γράφω.

Αλλά τον αγαπάω αφόρητα. Και μ’ αγαπάει εντελώς. Είναι ο καλύτερός μου φίλος. Μ’ έμαθε ν’ αγαπάω, να δίνω, να κρίνω και να σκέφτομαι, να ανασαίνω πριν μιλήσω. Μ’ έμαθε ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω απ’ την αφεντιά μου, πως χρειάζεται να παλέψεις και να κουραστείς για να νικήσεις, πως δεν υπάρχουν χαμένοι αγώνες, ούτε χαμένα κορμιά. Μερικές φορές με κρίνει πολύ αυστηρά, δεν μου χαρίζεται, με μαλώνει και μου τη στήνει για να με βρει αφηρημένη και να μου την πει. Με γυμνάζει.

Είναι ο καλύτερος άνθρωπος που ξέρω. Σταματάει για να βοηθήσει έναν άγνωστο που έμεινε με το αυτοκίνητο στην εθνική και τραβιέται στους κτηνίατρους με τα αδέσποτα γατιά. Τρέχει σε όλους μας τους φίλους για να τους βάψει τα σπίτια και σ’ όλες τις άχρηστες φίλες μου για να τους συναρμολογήσει τα έπιπλα απ’ το ΙΚΕΑ.

Είναι ο πιο σέξι άντρας της γης.

Τότε, στις αρχές, που οι γυναίκες λέμε τα μύρια όσα στους εραστές μας για να τους καλοπιάσουμε και να εξασφαλίσουμε τη μέγιστη ηδονή, του ψιθύρισα πως θα ‘θελα να τον έχω γεννήσει. Πριν τρία χρόνια τον γέννησα. Και τώρα τους έχω δύο.

Προχτές στη γιορτή μου, γύρισε απ’ τη δουλειά με κείνο το πονηρό του χαμόγελο, που τον κάνει να μοιάζει λες και είναι εφτά ετών, και μου βαλε στο σιντί ένα τραγούδι προϊστορικό που ξετρύπωσε και λέει «μ’ έχεις τρελάνει με τα νάζια σου Ελενάκι μου, Ελενάκι μου»-Ελενάκι με λέει όταν μ’ αγαπάει.

Σήμερα θα του αφιερώσω ένα τραγούδι εγώ.







Γιατί πάντα, μωρό μου, οι νύχτες μας θα είναι πιο όμορφες απ’ τις μέρες τους. Και του χρόνου.

Γιουροβίζιον, καλέ! (Στα μούτρα μας)




Τη θυμάστε τη Sertab; Είχε κερδίσει μια φορά κι ένα καιρό τον διαγωνισμό (δεν θυμάμαι πότε, ρωτήστε τον πρόεδρο των ελλήνων θαυμαστών της Γιουροβίζιον, αυτός θα ξέρει). Κάποιος, λοιπόν, μάλλον ο φίλος μου ο Παύλος, μου είχε φέρει το σιντί με το τσιφτετελοποπροκ-κάτι που έλεγε τότε και μέσα είχε κι αυτό που ακούτε.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά βρήκα πολύ γλυκό και συγκινητικό τον τρόπο που το λέει, με τη σπασμένη υπέροχη φωνή και τα βαριά ανατολίτικα φωνήεντα.

Δωράκι έξτρα μπόνους, φίλοι μου, για το ΣΚ. Γιατί όπου βρεθώ κι όπου σταθώ ακούω τη φετινή συμμετοχή της πατρίδας μας στο Βελιγράδι και δεν την αντέχω τόση χαρά!

Άσχετο: Έβλεπα, αποσπασματικά είναι αλήθεια, και τις υπόλοιπες συμμετοχές κι ένιωσα ένα άγχος να σηκωθώ να ετοιμάσω την τσάντα μου για να πάω Αγγλικά - πρώτη προκαταρκτική. Τι δεκαετία του 80 είναι αυτή που τους έχει βρει όλους εκεί πέρα; Τι ρούχα, τι μαλλιά, τι μουσικές, τι κλαπατσίμπανα! Έτσι δεν είναι ή μου φαίνεται, εμένα της μοντέρνας;

Άσχετο 2: Δεν ξέρω για τις Τσέχες και τις Ουκρανές αντιπάλους που θαυμάζουν οι αρσενικοί συμπλόγκερς, αλλά η Καλομοίρα έχει μακράν τα καλύτερα πόδια του διαγωνισμού! (Και μην ακούσω τίποτα κατινιές "...από φωνή κορμάρα").

Και ένα Σχετικό: Μη μου αρχίσετε τώρα τα σχόλια για το κιτς πανηγυράκι που στήνουν οι τηλεοράσεις, εννοείται πως δεν ασχολούμαι, στο βαθμό που μου επιτρέπεται από την πλύση εγκεφάλου, τουλάχιστον. (Εξάλλου, όπου να 'ναι αρχίζει το Euro!!!).

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

Πολίτες με Αναπηρία (Και κάτι λίγα για τις Μικροαστές)

Σήμερα έχει καινούριο επεισόδιο Μικροαστών. Το οποίο είναι και το τελευταίο γι αυτήν την τηλεοπτική σεζόν. Τι; Μην ακούω γκρίνιες. Δεκαοχτώ κεφάλαια είχε πληρώσει η εταιρεία παραγωγής (θα ‘θελα) αφενός, αφετέρου έχω υποσχεθεί τόσα πολλά πρότζεκτς (sic) σε τόσο πολύ κόσμο, που αν δεν αρχίσω άμεσα να γράφω (και μυθιστόρημα και παραμύθια και κάτι άλλα δευτερεύοντα) θα φάω πολύ ξύλο.

Σοβαρά τώρα, νομίζω πως οι Μικροαστές έφτασαν σε ένα σημείο πολύ ιντριγκαδόρικο. Και σε ένα τέτοιο σημείο διακόπτεται «για του χρόνου» κάθε καλό σήριαλ, ας είναι και σε μορφή νουβέλας. Ευκαιρία να μάθω τι θα γίνει μετά (και να σας ενημερώσω από φθινόπωρο). Ευκαιρία, επίσης, για όσους δεν το έχουν διαβάσει να ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Ολόκληρο καλοκαίρι έχετε μπροστά σας, ανοίξτε και κανένα βιβλίο(άσχετο)!

Θέμα δεύτερο: την περασμένη Παρασκευή επισκέφτηκα (λόγω δουλειάς) την Autonomia Expo, μια εμπορική έκθεση για ΑμεΑ-Άτομα με Αναπηρία (αυτός είναι ο σωστός όρος, οι άνθρωποι είναι ανάπηροι, έχουν ειδικές ανάγκες και κάποτε πρέπει να το καταλάβουμε όλοι).

Δεν θα σταθώ στα προβλήματα των ΑμεΑ στη σύγχρονη κοινωνία, τρία χρόνια κυκλοφόρησα σπρώχνοντας το καροτσάκι του μωρού στην Όμορφη Πόλη μας και έμαθα/ξεστόμισα/δημιούργησα τόσες κακές λέξεις που δεν φτάνει ένας τόνος πιπέρι για να με συνετίσει.

Θα αναφερθώ στους ανθρώπους τους ίδιους. Που κυκλοφορούσαν στην Έκθεση με τα αναπηρικά τους, τα τεχνητά μέλη τους, τις κουβέντες και τα γέλια τους. Σαν κανονικοί άνθρωποι, που θα ‘λεγε κι ο Ευαγγελάτος.

Και σκεφτόμουν πως υπάρχουν δύο κατηγορίες ΑμεΑ: αυτοί που είδα στην έκθεση, που ζουν, κυκλοφορούν, δουλεύουν σαν κι εμάς (με τον υπερπολλαπλάσιο κόπο), στήνουν γεγονότα, ομορφιές και δρώμενα, πολιτεύονται, κάνουν εκπομπές στην τηλεόραση, κάνουν φίλους, έρωτα και παιδιά.

Και οι άλλοι. Οι πολύ περισσότεροι που δεν τους αντικρίζουμε ποτέ. Πέρσι είχα δει στον Κούλογλου έναν από τους συνδικαλιστές τους (νομίζω αντιπρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου, δεν έχει εξάλλου σημασία) που έλεγε πως στην Ελλάδα οι ανάπηροι είναι το 10% του πληθυσμού! Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, μάγκες!

- Πλάκα μου κάνεις, του είπε περίπου ο Κούλογλου. Και πού είναι όλοι αυτοί;

- Σπίτι τους, του απάντησε ο άλλος. Δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν σε τέτοιες πόλεις.

Και εκεί είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, όλο το ζουμί: όλοι εμείς που θεωρούμε τους εαυτούς μας «δημοκρατικούς» -φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί, χριστιανοί κι ό,τι σκατά δηλώνει ο καθένας- έχουμε φτιάξει και συντηρούμε πόλεις, χωριά και κοινωνίες ολόκληρες που αποκλείουν μάνι-μάνι το 10% τους!

Δεν μπορούν να ζήσουν οι άνθρωπο! Δεν μπορούν να κινηθούν, να δουλέψουν, να παντρευτούν, να κυκλοφορήσουν χωρίς να τους κοιτάμε σαν ούφο ή σαν αξιολύπητα κουτάβια.

Και λέω πως, αν θέλουμε να έχουμε μια κοινωνία οτιδήποτε άλλο εκτός από φασιστική, πρέπει αυτή να μπορεί να προσαρμοστεί στις ανάγκες των Πολιτών με Ειδικές Ανάγκες, κι όχι να τους εκπαιδεύει να παλεύουν να επιβιώσουν όπως αυτοί μπορούν σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο στα «φυσιολογικά» της μέτρα.

[Θα επανέλθω για να μιλήσω εκτενέστερα για το θέμα της Ειδικής Αγωγής (έχουμε και καινούριο νομοσχέδιο, ντε!) και για τα άλλα ΑμεΑ, με ψυχικές και διανοητικές ιδιαιτερότητες].

ΥΓ. Στην έκθεση πήρα μαζί μου και το σπλάγχνο μου, τριών ετών, που ζει στο προστατευτικό μας κουκούλι το οποίο δεν περιλαμβάνει ανάπηρους. Είχα αγωνία για την αντίδρασή του, μη με ξεφτιλίσει δείχνοντας, μην τρομάξει, μη στενοχωρηθεί…

-Μαμά, τι είναι αυτά;

-Αναπηρικά καροτσάκια, παιδί μου, για τους ανθρώπους που δεν μπορούν να περπατήσουν.

-Κι αυτά;

-Τεχνητά πόδια και χέρια, γι αυτούς που δεν έχουν δικά τους.

Αποτέλεσμα; Το τρίχρονο σκαρφάλωσε σε όλα τα καροτσάκια «για να δω αν είναι γερά», έπιασε φιλίες με όλα τα ανάπηρα τυπάκια που κυκλοφορούσαν, έκανε τις συνηθισμένες σκανταλιές του και, γενικά, συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν μια κανονική μέρα του ανάμεσα σε κανονικούς ανθρώπους. Αυτό, περίπου, θέλω να πω με το παρόν ποστ.


Τρίτη 20 Μαΐου 2008

ΙδιογράφΩς κι εγώ!



«…Στο γραφείο επικρατούσε βαθιά σιωπή. Ο Αρχηγός έκοβε βόλτες φουρτουνιασμένος και οι υπόλοιποι καθόμασταν γύρω από το τραπέζι αμίλητοι.

Ξεφύσηξε και κοίταξε το σημείωμα που είχε βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος και τώρα ήταν αναρτημένο στον πίνακα. Αντανακλαστικά κοιτάξαμε όλοι.

Τον σκότωσα γιατί δεν άξιζε να λέγεται μπλόγκερ!

Ίσιωσα τη γραβάτα μου.

- Όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Κάρολος Μαρξ, ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την πόλη. Το φάντασμα του μπλόγκερ δολοφόνου, είπα με στόμφο γιατί είμαι και ενεργό μέλος του ΠΑΜΕ μπάτσων. Και βλέπω να μένει φάντασμα, αφεντικό. Τέσσερις έχει φάει μέχρι τώρα και δεν έχει αφήσει κανένα στοιχείο, μόνο τον γραφικό του χαρακτήρα.

- Και τι να κάνουμε τώρα; Να ψάξουμε να βρούμε όλους τους γραφικούς χαρακτήρες όλων των ελληνόφωνων μπλόγκερς; πετάχτηκε η Νατάσσα, που άμα δεν πεταχτεί θα σκάσει.

Ο Αρχηγός σταμάτησε να κόβει βόλτες και να ξεφυσάει. Κάτι σαν υποψία εξυπνάδας άστραψε στο μάτι του που αλληθώριζε προς το ταβάνι.

- Μαρξ, μονολόγησε. Γραφικοί χαρακτήρες. Αυτό είναι! Φέρτε μου το τηλέφωνο!

Κι έξυσε το προγούλι του ικανοποιημένος.»


(Κάθε ομοιότητα με αληθινούς χαρακτήρες είναι εντελώς συμπτωματική. Χα!)


Το παιχνίδι ξεκίνησαν ο Allu Fun Marx και η Natassa. Με κάλεσε να παίξω η εξαιρετική κυρία Mara Lisha. Και, σαν γνήσια παραμυθατζού, σκέφτηκα να το «ξεμαλλιάσω» λίγο.

Καλώ, λοιπόν, με τη σειρά μου τους: giannis, dimitris, adomiel, madame bovary και marilena.

Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι πολύ απλοί:

1. Γράψε!

2. Σκάναρε ή φωτογράφισε!

3. Πόσταρε!

4. Ειδοποία!

5. Προσκάλεσε 5 blogger να συμμετέχουν.

6. Βάλε αναφορά στο “autographcollectors”.

Τα κατάφερα και είμαι πολύ περήφανη για την αφεντομουτσουνάρα μου. Παίξτε κι εσείς!

(για το
http://autographcollectors.blogspot.com)


Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Απειλητικό σημείωμα


Όλα μαζεμένα μου ‘ρθανε. Μια βδομάδα τώρα δεν μιλάω καθόλου. Μόνο χαμογελάω ευγενικά. Όπως ξέρω άριστα να κάνω.

Και κλαίω για την Κίνα. Πενήντα χιλιάδες άνθρωποι. Και δεν είναι το νούμερο. Είναι που τους είδα στην τιβί και είναι κανονικοί άνθρωποι. Σαν κι εμάς. Με μπλουτζίν και τίσερτ. Μια κοπέλα απελπισμένη, που έδειχνε έναν πιτσιρικά οχτώ-δέκα χρόνων κι έλεγε «έχω ξεμείνει μαζί του, η οικογένειά του καταπλακώθηκε και δεν έχει κανέναν», μια γιαγιά απορημένη που κοιτούσε τον ορίζοντα και μια γιατρό που φρόντιζε ακούραστη τραυματισμένα παιδάκια ώρες ολόκληρες μέχρι που της φέρανε στο νοσοκομείο το δικό της και λιποθύμησε.

Κι όλα αυτά με την ανθρώπινη φωνή της κας Χούκλη, χίλιες φορές να τα άκουγα από τον, ξέρω ‘γω, Λιάγκα με τις τσιρίδες και τα γουρλωμένα μάτια και να τον γείωνα.

Κι αναρωτιέμαι τώρα, η ηλίθια, αν είχαν φιλότιμο όλοι αυτοί στην κινεζική κυβέρνηση, τη ΔΟΕ και την ξεΔΟΕ δεν έπρεπε να πουν «τι Ολυμπιακοί Αγώνες και παπαριές, θα μαζέψουμε όλα τα λεφτά από σπόνσορες, νταβατζήδες, φασίστες και φαρμακέμπορους και θα τα δώσουμε σ’ αυτούς που απόμειναν, να ξαναφτιάξουν τουλάχιστον τα σπίτια, τα σχολεία και τους δρόμους τους»;

Αλλά μετά κάπου άκουσα στο ραδιόφωνο πως αν η χώρα που έχει αναλάβει να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν μπορεί λόγω ανωτέρας βίας τότε τους ξαναδιοργανώνει η αμέσως προηγούμενη. Τουτέστιν εμείς. Και θυμήθηκα το καλοκαίρι του 2004. Και σκέφτηκα πολύ φιλάνθρωπα: «Τι τα θέλουν τα σπίτια και τα σχολειά Κινέζοι άνθρωποι, τους Αγώνες να κάνουν, τους Αγώνες!».

(Κι επειδή δεν μου έχει περάσει ακόμα η τσαντίλα, θα τα ξαναπούμε λίαν συντόμως. Ναι, σας απειλώ!).

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Homework για το ΣΚ (σαν πολύ θάρρος δεν έχεις πάρει;)

«Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος» (βλ. δεξιά. λίγο πιο κάτω) ήταν το πρώτο πρότζεκτ που κατάφερα να ολοκληρώσω στη ζωή μου (το δεύτερο είναι ο γιος μου – τρίτο δεν υπάρχει). Μια νουβέλα που ξεκίνησα να γράφω σαν διήγημα, το παράτησα, το ξανάπιασα και το ανάπτυξα ως ολοκληρωμένη μυθοπλασία, το ξαναπαράτησα και κάποτε αποφάσισα να προσπαθήσω να το εκδώσω. Τα κατάφερα. Έπειτα το είδα έτοιμο στο βιβλιοπωλείο και –δεν θα το ξεχάσω ποτέ- ευχήθηκα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Επιτόπου, όμως.

Με τον καιρό το ξεπέρασα. «Ο Μήτσος», όπως το λέμε χαϊδευτικά, έκανε τον κύκλο του και δύο εκδόσεις και τώρα έχει σχεδόν εξαντληθεί.

Το είχα ξεχάσει. Προσπαθούσα, μάλιστα, να κάνω καινούρια πράγματα. Ακόμα προσπαθώ, ένα μυθιστόρημα που γράφεται αργά και απολαυστικά, κάτι παραμύθια για παιδιά και, φυσικά, τα μπλογκς μου, αυτό που βρίσκεστε τώρα και τις Μικροαστές, που μοιάζουν λίγο περισσότερο με λογοτεχνία, όσο να ‘ναι.

Τις προάλλες, λοιπόν, μου πρότειναν από μια ιστοσελίδα, την booksinfo, πολύ καλοστημένη, χρηστική και πραγματικά «φιλική» προς το βιβλίο, να ανεβάσουμε ολόκληρο τον «Μήτσο» on line.

Παρακάτω σας παραθέτω το πρώτο κεφάλαιο, για να πάρετε μια ιδέα. Διαβάστε το ή όχι, δεν έχει σημασία, αυτό που θέλω είναι η γνώμη σας: Να το ανεβάσω ή όχι; Με ατράνταχτα επιχειρήματα, παρακαλώ. Σας έχω εμπιστοσύνη.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1.

Ο Μήτσος μπήκε στη ζωή μου ένα ζεστό πρωινό του Οκτώβρη από την πόρτα της κουζίνας.

Εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου μ’ ένα μπεζ στρατιωτικό παντελόνι, μποτάκια εκστρατείας κι ένα χακί μακό μπλουζάκι.

Είχα ξυπνήσει νωρίς εκείνη τη μέρα μάλλον από συνήθεια, γιατί στην πραγματικότητα δεν είχα τίποτα να κάνω. Το σπίτι ήταν τζιτζί, καθαρό και τακτοποιημένο από την κυρία Στέπα, όπως φωνάζαμε χαϊδευτικά την καλή, πρώην Σοβιετική, μετανάστρια που μας έκανε τις δουλειές τρεις φορές την εβδομάδα.

Μια ψηλή ξανθιά, σχεδόν καλλονή από τη Ουκρανία, που χήρεψε στα σαράντα πέντε της όταν ο άντρας της, απόστρατος στρατηγός, έπαθε ανακοπή μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Η κυρία Στέπα έφτιαχνε κρεατόσουπα στην κουζίνα κι εκείνος έφυγε τόσο ήσυχα που δεν το κατάλαβε παρά μετά από μιάμιση ώρα, που είχε βράσει πια το μοσχάρι.

Ο πατέρας μου, που τη βάφτισε Στέπα, υποστηρίζει πως όλ’ αυτά του μοιάζουν λίγο ύποπτα.

- Είναι δυνατόν να πεθαίνει ο άντρας σου στο διπλανό δωμάτιο κι εσύ να ψιλοκόβεις τα καρότα;, κι έχει αναπτύξει μια δική του θεωρία για το πώς συνέβη το μοιραίο.

Σύμφωνα μ’ αυτήν, η παραδουλεύτρα μας ξέκανε τον στρατηγό με άγριο σεξ, αφού πρώτα τον είχε ποτίσει μια σεβαστή ποσότητα δυνατής, τοπικής βότκας. Όπου, φυσικά, η καρδιά του κακόμοιρου του απόστρατου δεν άντεξε την υπερβολική δόση ευτυχίας και η κυρία Στέπα, ελεύθερη πια, μπόρεσε ν’ ακολουθήσει στην Ελλάδα τον ωραίο Μιχαήλ που ερχόταν να την πάρει καμιά φορά τα μεσημέρια, και που μας είχε συστήσει ως ανιψιό της.

Δεν βαριέστε. Κι έτσι να ‘ναι, ποιος μπορεί να την κατηγορήσει; Αρκεί να συγκρίνει κανείς τις φωτογραφίες του μακαρίτη με τον δήθεν ανιψιό, για να της βρει χιλιάδες ελαφρυντικά. Χώρια που την περνούσε εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια και της έκανε τη ζωή μαύρη με τη ζήλια του.

Όπως και να ‘χει το πράγμα, η κυρία Στέπα ήταν για μένα ανεκτίμητη. Πάντα γελαστή, καθαρή και σχολαστική, φρόντιζε το νοικοκυριό μας, σιδέρωνε τα ρούχα μας και μ’ ενημέρωνε για τα διάφορα καλλιτεχνικά κουτσομπολιά που διάβαζε στις φυλλάδες.

- Στο φινάλε ας είναι και δολοφόνος. Τη δουλειά της την κάνει καλά κι εγώ θα την κρατήσω, δήλωσα στον πατέρα μου.

-Παιδί μου, σου είπε κανείς να τη διώξεις; Απλώς της φτιάξαμε μια

ιστορία μη φύγει αύριο ξαφνικά και νομίσουμε πως δεν υπήρξε ποτέ, μου απάντησε εκείνος.


2.

Η κυρία Στέπα ερχόταν σπίτι μας κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από τις εννέα ως τις δώδεκα. Έτσι, εκείνη τη σημαδιακή Πέμπτη ξύπνησα στις οκτώ, την ώρα που ο Κωνσταντίνος, ο Σύζυγος, έκλεινε μαλακά την πόρτα για να μη μ’ ενοχλήσει κι έφευγε για τη δουλειά του.

Πριν δυόμισι χρόνια περίπου, όταν πρωτοεγκατασταθήκαμε σ’ αυτό το σπίτι, βγήκα να ψωνίσω απέναντι στον μανάβη. Είχαμε μόλις επιστρέψει από τον μήνα του μέλιτος, δεκαπέντε μέρες στην ανοιξιάτικη Πράγα και παρόλο που οι γονείς σκοτώθηκαν ποιος θα μας πρωτοκάνει το τραπέζι εγώ, παίρνοντας στα σοβαρά τον ρόλο της νοικοκυράς, αποφάσισα να μαγειρέψω αρνάκι φρικασέ.

Ο Απρίλης είχε φτάσει στη μέση και ο καιρός άρχιζε να ζεσταίνει γλυκά. Σε δυο βδομάδες θα είχαμε Πάσχα, το πρώτο μου ως νεόκοπη κυρία Κων/νου Αποστολόπουλου.

Μ’ αυτή τη σκέψη φόρεσα τη φόρμα μου, αθλητικά παπούτσια και βγήκα να εφοδιαστώ με τ’ απαραίτητα.

Φυσικά, φτάνοντας στο μανάβικο κατάλαβα το μέγεθος της γκάφας μου. Οι κυρίες σε προάστια σαν το δικό μας στέλνουν πάντα τη Φιλιππινέζα για ψώνια. Κι αν, καμιά φορά, παρουσιαστεί ανάγκη να διαλέξουν μόνες τα σικορέ τους δεν το κάνουν ποτέ με φόρμα κι αθλητικά.

Ευτυχώς που ο μανάβης ήταν Ινδοευρωπαίος, και μάλιστα Έλληνας, γιατί με τόσες Φιλιππινέζες θα πίστευα πως είχα πάθει παράκρουση. Τότε αντίκρισα την κυρία Γειτόνισσα (Λίνη, Μίνη ή κάπως-έτσι Ξυλεμπόρου) να επιβλέπει την επιλογή των ζαρζαβατικών από την υπηρεσία της, αφού όπως με πληροφόρησε το βράδυ θα έδινε δείπνο.

- Καλημέρα σας ,τι κάνετε; ρώτησα ευγενικά.

- Γεια σου, χρυσό μου, καλά ευχαριστώ, μου απάντησε, φροντίζοντας να καταπιεί την αποδοκιμασία της για την αμφίεσή μου. (Παρεμπιπτόντως, εκείνη φορούσε ένα πρωινό country του Ralph Lauren, υποθέτω ειδικό για μαναβική).

- Τι κάνει ο Σύζυγος; συνέχισε.

Ο σύζυγος; Ο Σύζυγος; Ποιος Σύζυγος; παραλίγο να εκφράσω τη γνήσια απορία μου. Ευτυχώς δεν το έκανα, γιατί μου κόβει και λίγο, της απάντησα πως είναι καλά και τρεις-τέσσερις τυπικούρες αργότερα αποχαιρετηθήκαμε χαμογελώντας.

Το μεσημεράκι τηλεφώνησα στη μητέρα μου να τη ρωτήσω πόσα αυγά βάζει στο αυγολέμονο. Φυσικά, της εξιστόρησα λεπτομερώς την πρωινή μου περιπέτεια, ελαφρά παραφουσκωμένη, αφού είναι κληρονομικό γνώρισμα της οικογένειας η υπερβολή, ως και η φαντασιοπληξία.

Κλείνοντας η φοβερή μαμά μου με αποχαιρέτησε:

- Άντε, αγάπη μου, φιλάκια και χαιρετισμούς στον Σύζυγο.

Όπως καταλαβαίνετε, από κείνη τη μέρα του ’μεινε. Ο δυστυχής Κων/νος Αποστολόπουλος καθιερώθηκε πλέον ως «ο Σύζυγος». Και η τρελή μαμά μου τον αποκαλούσε έτσι όχι μόνο πίσω από την πλάτη του, όπως θα ήταν πρέπον, αλλά και μπροστά του.

- Βρε καλώς τον Σύζυγο! Τι νέα;


3.

Η αλήθεια είναι πως ο Κων/νος ταίριαξε απόλυτα στον καινούριο του ρόλο. Σαν να ήταν γεννημένος γι’ αυτόν. Η κλασσική φιγούρα του άντρα που σου’ ρχεται στο μυαλό όταν αναφέρεις τη λέξη «οικογενειάρχης». Τριαντάρης, με μέτριο ύψος, μέτριο βάρος και αρχές φαλάκρας. Έχει, βέβαια, ένα ζευγάρι όμορφα πράσινα μάτια κι ένα αστραφτερό, συχνό χαμόγελο που τις περισσότερες φορές τον κάνουν πολύ γοητευτικό.

Επίσης, έχει και λεφτά που συμβάλλουν τα μέγιστα σ’ αυτή τη γοητεία. Ίσως όχι στη δική μου περίπτωση, που έχω μάθει από παιδί πως το χρήμα είναι ένας ακόμα τρόπος να περνάς καλά και τίποτα παραπάνω - αλλά σε πολλές άλλες περιπτώσεις.

Ο Σύζυγος γεννήθηκε πλούσιος. Οι Αποστολόπουλοι μπορεί να μην είναι Κροίσοι, είναι πάντως πολύ ευκατάστατοι. Έχουν αντιπροσωπείες αυτοκινήτων σε όλη την Ελλάδα και επεκτείνονται προσεκτικά και στα υπόλοιπα Βαλκάνια.

Ο πατέρας του, ο Πεθερός, ξεκίνησε απ’ την ορεινή Μεσσηνία έφηβος, αμέσως μετά τον πόλεμο. Τον έστειλε στην Αθήνα ο δικός του πατέρας «για να γίνει άνθρωπος». Εγκαταστάθηκε στην Κυψέλη, στο σπίτι ενός θείου που είχε αναλάβει την επιμέλειά του κι εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις ευκαιρίες που αφθονούσαν μεταπολεμικά στην πρωτεύουσα.

Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πώς έχτισε τη μικρή του αυτοκρατορία. Οι συνθήκες τον είχαν μάθει να επιβιώνει. Ήταν πολύ μικρός για να πολεμήσει, αρκετά μεγάλος όμως για να συνειδητοποιήσει πως η ζωή δεν είναι τόσο σίγουρη και σταθερή όσο δείχνει.

- Η ευκαιρία παρουσιάζεται μόνο μια φορά στο δρόμο σου, του άρεσε να λέει. Άντε, το πολύ δύο. Αν δεν την αρπάξεις είσαι άξιος της μοίρας σου.

Η μεγάλη άνοδος στην επιχειρηματική του δραστηριότητα έγινε κατά την περίοδο της Χούντας. Ο πατέρας μου υποστηρίζει πως, σύμφωνα με «σίγουρες πηγές», ο Πεθερός έσωσε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο από βέβαιο θάνατο σε μια απόπειρα εναντίον του, που αποσιωπήθηκε για λόγους εσωτερικής ισορροπίας.

- Μα αφού είναι βασιλικός, του αντιτείνω. Η Χούντα δεν έδιωξε τον βασιλιά;

- Τι σημασία έχει, παιδάκι μου; Αυτοί οι τύποι δεν έχουν ιδεολογικές ανησυχίες, μόνο οικονομικά συμφέροντα. Πας στοίχημα πως στις προηγούμενες εκλογές ψήφισε ΠΑΣΟΚ;

Μέχρι την περίοδο της δικτατορίας ο Πεθερός ασχολιόταν μόνο με τα ανταλλακτικά. Είχε δικά του κάμποσα συνεργεία αυτοκινήτων, καθώς κι ένα σεβαστό αριθμό ακινήτων.

Ήταν ήδη παντρεμένος με την Πεθερά -βαφτισιμιά του θείου του- και είχαν δυο χαριτωμένα παιδάκια: την Άννα-Μαρία και τον Κωνσταντίνο, αφού μετά τους εντυπωσιακούς γάμους του βασιλέως με τη Δανή πριγκίπισσα αποφάσισαν να τιμήσουν τον θεσμό δίνοντας στα τέκνα τους τα ονόματα του σεβαστού ζεύγους.

Ο Κων/νος δεν το πήρε επί πόνου. Η αδελφή του όμως κουβαλάει αυτό το όνομα στην πλάτη της, σαν κατάρα, ακόμα και σήμερα. Εντάχτηκε στις αυτόνομες φεμινιστικές οργανώσεις από πολύ μικρή, διαδήλωσε κατά των Αμερικάνων σε μια ταραγμένη εφηβεία με μακριές φούστες κι αξύριστες μασχάλες, κι έφυγε απ’ το σπίτι στα δεκαεφτά της παντρεμένη μ’ έναν οικοδόμο απ’ το πουθενά.

Η οικογένειά της έκανε να της μιλήσει επτά χρόνια και μόνο όταν χώρισε πια ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν την εγγονή τους.

Η Άννα-Μαρία όμως είναι πολύ περήφανος άνθρωπος. Τους επισκέφθηκε τυπικά, κρατώντας με καμάρι το παιδί της, αλλά αρνήθηκε να δεχτεί απ’ αυτούς την παραμικρή βοήθεια.

Η αλήθεια είναι πως πέρασαν μεγάλες πείνες -«υπήρξαν μέρες που δεν είχα να πάρω στη μικρή ούτε γάλα», μου εκμυστηρεύτηκε- αλλά κουτσά στραβά τα κατάφεραν.

Σήμερα ζουν με την κόρη της Ρόζα -από την επιφανή Luxemburg- στον Λυκαβηττό, όπου η Άννα-Μαρία γράφει τα πολυβραβευμένα και πολυδιαβασμένα βιβλία της.

Εντωμεταξύ, ο Πεθερός είχε χτίσει ήδη την αυτοκρατορία του. Ο Κων/νος φοίτησε στα καλύτερα σχολεία κι όταν τελείωσε με μέτριες επιδόσεις το λύκειο μετακόμισε στη Γερμανία για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του πάνω στη Μηχανολογία - Μηχανική.

Όταν παντρευτήκαμε ο Πεθερός του επέτρεψε ν’ αναλάβει τον τομέα των ανταλλακτικών. Η θέση του, δεδομένου ότι είναι γιος του αφεντικού, δεν είναι σπουδαία. Ο Σύζυγος είναι ένας ακόμα manager απ’ τους πολλούς της επιχείρησης. Ο μισθός του όμως είναι εντυπωσιακός, πράγμα που μας επιτρέπει να ζούμε παραπάνω από άνετα.

Μετά απ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να πω πως τα Πεθερικά μου μού είναι ιδιαίτερα προσφιλή. Για τους γονείς μου δεν το συζητάω: τους αποφεύγουν απροκάλυπτα. Ειδικά η μητέρα μου που προσπάθησε να βγει δυο-τρεις φορές με την Πεθερά, κι αφού έλαβε μέρος σε τρομερούς μαραθώνιους αγορών στο Κολωνάκι και το Ψυχικό, αποφάσισε να μην της ξανατηλεφωνήσει (ή απαντήσει στα τηλεφωνήματά της) ποτέ στη ζωή της.

- Είναι εντελώς Ηλίθια, παιδί μου, απεφάνθη κλείνοντας το θέμα.

Αντίθετα, η δική τους συμπεριφορά απέναντί μου είναι ενθουσιώδης. Απ’ την πρώτη στιγμή που με αντίκρισαν, και προπαντός συνειδητοποίησαν πως ο πατέρας μου είναι ο γνωστός κύριος Τάδε -«σπουδαίος πανεπιστημιακός, καθηγητής της Παντείου, αν και λίγο αριστερός»- κατάλαβαν πως ενσαρκώνω τα πιο τρελά τους όνειρα για τον γιο τους. Και, φυσικά, φρόντισαν να με επιδείξουν αυτοστιγμεί σε όλους τους γνωστούς τους.

Η αλήθεια είναι πως έχω μεγάλη πέραση στους κύκλους των νεόπλουτων επιχειρηματιών. Νόστιμη, κομψή, ευγενική και καλοαναθρεμμένη, αποτελώ, μου φαίνεται, το πρότυπο τους, η γεννημένη αστή, και δεν παραλείπουν ποτέ να με καλέσουν στα σουαρέ τους.

Τι να πω, καθένας με το ψώνιο του. Αυτοί κατάφεραν ν’ αποκτήσουν περιουσία. Τώρα έχουν στραφεί στην αναζήτηση της φινέτσας.


4.

Από τον κύκλο των Νεόπλουτων δεχόμασταν τουλάχιστον μία πρόσκληση τη βδομάδα. Συνήθως συναντιόμασταν με συμπαθητικά ζευγάρια στην ηλικία μας, γόνους οικογενειακών φίλων των Αποστολόπουλων ή συμφοιτητές του Συζύγου απ’ τη Γερμανία.

Πηγαίναμε στα όμορφα, νεοκλασικά επιπλωμένα, σπίτια τους και τρώγαμε σπεσιαλιτέ που παραγγέλναμε στο La Bussola, πίνοντας κρασιά μικρών Ελλήνων παραγωγών. Άλλες φορές βγαίναμε στα κλαμπ και τα μπουζούκια της μόδας, όπου δοκιμάζαμε αμφιβόλου ποιότητας και γεύσης πιάτα, υπό τους ήχους χάουζ και λαϊκής μουσικής. Τέλος, δεν παραλείπαμε, μια στις τόσες, να τιμήσουμε τα εξειδικευμένα, βραβευμένα ρεστοράν, όπου απολαμβάναμε υψηλής αισθητικής εξωτικές κουζίνες.

Όταν είχα κέφια να μαγειρέψω, καλούσαμε εμείς κόσμο στο σπίτι. Μαγειρεύω τα πάντα, ανάλογα με την εποχή, εκτός από σουβλάκια, παϊδάκια και μπέργκερς, εδέσματα δηλαδή που αποκλείεται να πετύχουν στην καθαρή κουζίνα του σπιτιού.

Η προτίμησή μου επικεντρώνεται στην ελληνική παράδοση αλλά δεν διστάζω να πειραματιστώ με διαφορετικές γεύσεις (ειδικά εκείνη την περίοδο που δεν είχα ν’ ασχοληθώ και με τίποτα καλύτερο). Έτσι ο Σύζυγος είχε την καθημερινή ευχαρίστηση ενός προσεγμένου φαγητού ενώ οι φίλοι του δεν έπαυαν να τον μακαρίζουν για την καλή του τύχη.

Τα βράδια που δεν βγαίναμε ή δεν είχαμε καλεσμένους τα περνούσαμε ήσυχα στο σπίτι. Νοικιάζαμε βιντεοκασέτες, που συνήθως άρεσαν μόνο στον έναν απ’ τους δυο, και κατά τις εντεκάμιση ο Κων/νος πήγαινε για ύπνο, μετά από αλλεπάλληλα χασμουρητά.

Εγώ, αντίθετα, εκείνη την εποχή δεν μπορούσα να κοιμηθώ με τίποτα. Είχα δοκιμάσει τα πάντα: ζεστά μπάνια, ζεστό γάλα, τεχνικές χαλάρωσης της Άπω Ανατολής, προβατάκια. Αποτέλεσμα μηδέν. Niente. Αισθανόμουν περίφημα, γεμάτη ενεργητικότητα στις τρεις η ώρα τα χαράματα, όταν όλη η φύση ησυχάζει και το σπουδαίο είναι πως δεν εκνευριζόμουν στο ελάχιστο.

Βέβαια, παρόλο που ξυπνούσα νωρίς, πρακτικά δεν έκανα τίποτα όλη μέρα. Η κ. Στέπα φρόντιζε τα του νοικοκυριού, οι φίλες μου δούλευαν ή ανέθρεφαν τα παιδιά τους – το πολύ-πολύ, λοιπόν, να έφτιαχνα ένα υπερπολύπλοκο φαγητό και να ’χα δυο κατσαρόλες παραπάνω για πλύσιμο.

Την υπόλοιπη μέρα και τη μισή νύχτα διάβαζα. Κάθε Σάββατο πρωί, πριν συναντήσω τα κορίτσια για τον καθιερωμένο καφέ (βλ. παρακάτω) κατέβαινα στα κεντρικά βιβλιοπωλεία κι αγόραζα μετά μανίας όλους τους γνωστούς μου συγγραφείς. Όταν εξαντλούνταν αυτοί, προχωρούσα σ’ όποιο εξώφυλλο μου τραβούσε την προσοχή.

Έτσι, η ζωή μου χωριζόταν σε περιόδους: περίοδος νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ρώσοι κλασικοί, σχιζοφρενείς Αμερικανοί βωμολόχοι, συνομήλικοί μου ρεαλιστές Ευρωπαίοι κ.ο.κ.

Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο ιστορίες, η καρδιά μου συμπόνια ή θαυμασμό για τους αγαπημένους μου ήρωες. Κοιμόμουν και ξυπνούσα μαζί τους, περνούσα όλη την ημέρα με τη συντροφιά τους, τους ήξερα και με ξέρανε, στο φινάλε, καλύτερα κι απ’ τον Σύζυγό μου.

Ο Μήτσος κορόιδευε τις αναγνωστικές μου επιλογές. Υποστήριζε πως το μυαλό μου χρειαζόταν πολύ περισσότερο ακόνισμα απ’ αυτό που μπορούσαν να μου προσφέρουν οι γλυκανάλατες ιστορίες αγάπης.

Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα άρχισε να μου δανείζει οικειοθελώς κι αυτοβούλως το απάνθισμα της βιβλιοθήκης του: Χάμπερμας, Γραμματικάκη, Φουκώ και Καστοριάδη, κι αργότερα να μου αγοράζει κιόλας βιβλία με τίτλους όπως : «Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας», «Η κόμη της Βερενίκης», «Η μικροφυσική της εξουσίας», «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» – με τη μονότονη αφιέρωση: «Για να ξεστραβωθείς!»

Εγώ, εντωμεταξύ, περνούσα την περίοδο της επιστημονικής φαντασίας κι όπως υποψιάζεστε προτιμούσα τους «θαυμαστούς, καινούριους κόσμους» μου από τους επιστήμονες στοχαστές.

Τελικά καταλήξαμε στη συμφωνία να παραμείνω εγώ στη λογοτεχνία μου κι εκείνος στη Φιλοσοφία. Έτσι μπορούσαμε να ενημερώνουμε και να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, ο καθένας στον τομέα του.

Αλλά μέχρι να φτάσουμε ως εκεί μεσολάβησαν πάρα πολλά.

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Η ζωή μετά το Θεό


Ίσως ο έρωτας είναι ό,τι βρίσκεται πιο κοντά σ' αυτό που μάθαμε να λέμε Θεό. Σιγά το νέο. Σιγά λέω κι εγώ. Αυτό που εννοώ είναι πως για όλους εμάς τους ένθερμους θιασώτες του Ορθού Λόγου, που πιστεύουμε μόνο αυτά που αντέχουν στην κριτική του Νου, που επιδέχονται έρευνας και απόδειξης - για μας είναι παράξενη η στιγμή που εμπιστευόμαστε τη μεταφυσική του αγγίγματος, της χημείας των σωμάτων. Πώς γίνεται να ερωτεύομαι κάποιον που δεν τον ξέρω; Που δεν εκτιμώ πολλές φορές. Που είναι ανόητος ή φασίστας ή κοινός; Πώς γίνεται να τον θέλω για σύντροφό μου; Κι έπειτα, όταν πια τον διαλέξει η φύση μου, τον στολίζω μ' όλα τα προτερήματα του κόσμου. Είναι ορθολογικό αυτό; Η πίστη στη μοναδικότητά του; Και η πεποίθηση πως είναι το άλλο μου μισό;

Ο τίτλος είναι από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Douglas Coupland, Λιβάνης 1994
Ο πίνακας είναι της Ισμήνης Μπονάτσου, isminibonatsou.blogspot.com

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ ΤΟ ΚΑΝΑΜΕ ΣΗΜΕΡΑ!

Σιγά μη θυμάστε το Μουσικόραμα! (Κι αυτό με τη σειρά του, σιγά μην έπαιζε τέτοια τραγούδια). Επειδή, όμως, σήμερα έχω μια διάθεση έξω καρδιά, κάνω τα δωράκια μου στους εορτάζοντες "δικούς" και σας προτρέπω όλους, ευγενικά και με περισσή στοργή: Τσακιστείτε βγείτε έξω! Έχει μια Άνοιξη που ξεμυαλίζει (γαμάει ήθελα να γράψω)!

Έχουμε και λέμε:
  • Για τη μανούλα μου που έχει τη γιορτή της, τον αγαπημένο της Αρχάγγελο.



  • Για τον gianni που χτες έκλεισε τα εικοσιεννιά(χρόνια πολλά, όμορφα, με γέλιο και αγάπη!), να ακούσει τους στίχους προσεκτικά και να το αφιερώσει εκεί που ξέρει.


  • Για την πάρτη μου που δεν έχω τίποτα (- Γιατρέ μου, έχω αμνησία. - Τι έχεις; - Τι έχω;)


  • Και το σουξέ της εποχής για Καλό Σαββατοκύριακο!!!

Blog ποικίλης ύλης...

...και μάλλον προβοκατόρικο.