Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις*

Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν πάντα ο προσωπικός μου θεός. Δεν έχω καμιά ροπή προς τη μεταφυσική, υπήρξα πάντα άθεη χωρίς να χρειαστεί να το σκεφτώ ή να το δικαιολογήσω. Αν, όμως, έπρεπε να διαλέξω ένα ον που θεωρούσα ανώτερο και πρόστρεχα πάντα σ’ αυτό στις δυσκολίες της ζωής μου, αυτός ο Θεός ήταν ο Ρίτσος.



Από μικρό παιδί, όταν οι γονείς μου έβαζαν ν’ ακούσουμε τη Ρωμιοσύνη. Κι αργότερα, όταν άρχισα να ψάχνω από μόνη μου το έργο του. Και θυμάμαι πως, επειδή είχα πάντα μια αγωνία να καταφέρω να ζωγραφίζω, φιλοτέχνησα δύο (φρικιαστικά) έργα με τίτλους στίχους του: το ένα λεγόταν Ζωή, ένα τραύμα στην ανυπαρξία και το δεύτερο Απ’ την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή.



Ευτυχώς, παράτησα νωρίς τα εικαστικά κι άρχισα να παλεύω με τις λέξεις. Κι ο Ρίτσος ήταν πάντα εκεί. Σε κάθε βραδυπορία μου, σε κάθε σιχτίρισμα της έμπνευσης αρκούσε να απαγγείλω δυνατά Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι για ν’ αρχίσει πάλι να παίρνει μπρος το μολύβι.




Τρεις λόγοι είναι που με κάνουν να τον αγαπώ τόσο, να τον προσκυνώ και να τον «συμβουλεύομαι».



Πρώτα γιατί οι μισές απ’ τις αντιξοότητες της ζωής του θα έφταναν για να λυγίσουν και να παραλύσουν ακόμα και τον πιο γενναίο. Αντιξοότητες που προέκυψαν - φυματίωση, οικονομική καταστροφή, ψυχικές αρρώστιες και πρόωροι θάνατοι στην οικογένειά του – και γέννησαν τα πιο προσωπικά έργα του:



Και μονομιάς όλα ξεμάκρυναν – μορφές, τα δέντρα, η θάλασσα,

πράγματα, γεγονότα, η ποίηση, - πέρα, πιο πέρα,

σε μια αντίπερα όχθη – τάβλεπε, δεν τάβλεπε. Εκείνα

έφυγαν τάχα και τον άφησαν ή αυτός; Ο θάνατος

ακίνητος, τον κατοικούσε ως την άκρη των νυχιών. Τις νύχτες

άκουγε την πελώρια εκείνη ακινησία εντός του. Ωστόσο,

πριν απ’ τον ύπνο και μετά το ξύπνημα, εξακολουθούσε

να πλένει τακτικά τα δόντια του με το παλιό, μαδημένο βουρτσάκι,

δείχνοντας άσπρο, βέβαιο, καθαρό το τελευταίο χαμόγελό του.

(Καρκίνος, 27.07.68)



Και αντιξοότητες που επέλεξε – ΚΚΕ, φυλακές, ξερονήσια – και τραγουδάμε ακόμα, τρεις γενιές μετά:



Δω πέρα ξεχάσαμε ένα σωρό πράγματα.

Δεν είναι ένα παράθυρο να κοιτάξουμε τη θάλασσα.

Αλλιώς κοιτιέται η θάλασσα απόνα παράθυρο,

αλλιώς πίσω απ’ το συρματόπλεγμα…

(Πέτρινος χρόνος, 1949)



Δεύτερος λόγος που τον αγαπώ και τον θαυμάζω είναι η απλότητα με την οποία γράφει για τα πιο πολύπλοκα. Λέξεις καθημερινές, ευτελείς, πολυφορεμένες – κι όμως, είναι σαν να τις ακούς για πρώτη φορά. Κι ένας διαβολεμένος ρυθμός που παραμονεύει ακόμα και στην πιο στοιχειώδη σύνταξη και στίξη. Είναι στίχοι του που δεν θα ξεπεράσω ποτέ, πάντα θα με αφήνουν έκθαμβη και ζηλιάρα. Όπως μου ‘ρχονται πρόχειρα στο μυαλό:



…Κράτησα εντός το φέρετρο της μάνας μου ανοιχτό…



…θ’ αστράφτει διάδημα έκπαγλο στου κόσμου τη φαλάκρα…



…άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης…



…Ποιος φταίει που λείπει το τραγούδι μας;

Εσύ κι εγώ κι εμείς…



…Ζητά: «Ένα τραγούδι να γεννάει τραγούδια»…



…Σας έλεγα, λοιπόν, πως δεν υπάρχει ο θάνατος…



…κ’ είμαι ένας σπόρος ομορφιάς σε άγονο περιβόλι…



…κ’ οι στίχοι εύθραυστες γέφυρες πάνω στο ναι και στ’ όχι…



…Εγώ το φως ελάτρεψα και πλάθω με το φως

και τ’ αργαστήρι μου έστησα στου κόσμου το μπαλκόνι…




Κι ο τρίτος λόγος είναι αυτή ακριβώς η υπέρβαση που ορίζουν οι δυο τελευταίοι στίχοι. Δεν είναι μόνος του ο ποιητής, δεν είμαστε ο καθένας μόνος. Πάντα προχωράει απ’ το ενικό στο πληθυντικό και πάντα αφήνει μια ελπίδα να πλανιέται και να φωτίζει τα ζόρικα:



…Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι

Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε…



…Γιε μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,

σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.

(Επιτάφιος, 1936)



…Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε,

εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε,

είναι δικά μας, μπορούμε να τα δώσουμε…


(Όταν έρχεται ο ξένος, 1958)



Κι έπειτα αυτό το ποίημα που με κάνει πάντα να κλαίω:



…Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο.

Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο…



Και, τέλος, το διαχρονικά αγαπημένο μου όλων, ίσως γιατί το τραγουδάω από μικρό παιδί. Και γιατί βρίσκω ηρωική κι ανίκητη την ιδέα πως πρέπει να σκεφτείς τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα, για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.









* «Η τέχνη όσο κι αν δυναμώνει προβαίνοντας γερή, από τα νιάτα φαίνεται. Κι ο ποιητής όσα εμπόδια κι αν του φέρουν πάντα οι ερασιτέχνες κι οι σοφολογιότατοι, πάντα δείχνεται στο δρόμο του, ήσυχα ή ορμητικά, δαμαστής. Το Ρίτσο δίχως να προσμένω, από τα νέα χρόνια του τον εχαιρέτησα:



Το ποίημά σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κ’ αιθέρας,

Καθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.

Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης

ρυθμός. Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».

(Παλαμάς, 1938)

11 σχόλια:

Rizobreaker είπε...

Αγαπητή μου, μετά και από αυτό το ποστ, η εκτίμηση μου για σας είναι τεράστια! Ήταν που ήταν, την κορύφωσες!!! Πιάσαμε Έβερεστ...

Τώρα πλέον και να με διώχνεις απ' το μπλογκ σου, όλο εδώ θα 'μαι... :p

βιολιστης στη στεγη είπε...

Eχω μιά ανθολογία απο τότε που ήμουν 16 χρονών...
Βρίσκονται ακόμα σημαδεμένοι στις σελίδες της, στίχοι του...απο τότε...
Απο τότε με συγκινεί.
Πάντα το ίδιο....
Τί άλλο απ' αυτό είναι η διαχρονική αξία ενός έργου;
"Εντρομο πτηνο
το φιλί μας, ακόμα νωπό
ερωτά:
Αγάπη, γιατ'ήλθες;
Αν φύγεις, Αγάπη;..."
Τί καλά που έκανες αυτή την ανάρτηση!

manetarius είπε...

ουφ... άι στο καλό σου...συγκινήθηκα...!
Πολύ ωραίο!!! :)

beth είπε...

"εκεινες τις μερες πιανεις το χερι του συντροφου σου"
τι κομματι.. και τι ποστ..
Μην αγχωνεσαι ομως ελφ... τα ελληνικα σχολικα βιβλια δε δειχνουν την ιδια εκτίμηση με σενα για τον γιαννη ριτσο.

μα τι ποστ!
καλημερα

chmarni είπε...

Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω εντριφίσει στον Ρίτσο. Το παρακάτω ποίημα το γνωρίζω από το τραγούδι του Νίκου Ξυλούρη που μελοποίησε ο Χρήστος Λεοντής και είναι από τα αγαπημένα μου. Έχει όμως και κάτι ξεχωριστό… Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο επίκαιρο και ειδικά στις μέρες μας ταιριάζει απόλυτα…

Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει, μας κυνηγάει
Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα
γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα
γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα
Πολύ κρύο, πολύ κρύο, πολύ κρύο εφέτος

Πιο κοντά, πιο κοντά
μουσκεμένα χιλιόμετρα μαζεύονται γύρω τους

Μέσα στις τσέπες του παλιού πανωφοριού τους
έχουν μικρά τζάκια να ζεσταίνουν τα παιδιά
Κάθονται στον πάγκο κι αχνίζουν
απ' τη βροχή και την από στάση
Η ανάσα τους ειν' ο καπνός ενός τραίνου
που πάει μακριά, πολύ μακριά
Κουβεντιάζουν
και τότε η ξεβαμμένη πόρτα της κάμαρας
γίνεται σαν μητέρα που σταυρώνει τα χέρια της κι ακούει

wilma είπε...

Η αλήθεια είναι πως όταν "ερωτεύεσαι" το κάνεις πολύ καλά ;)
Είτε είναι το Πρόσωπο, είτε συγγραφέας/ποιητής, ξέρεις να χρίζεις βασιλιά ακόμη κι αυτόν που έχει ήδη στέμμα.

Ανώνυμος είπε...

Είναι πραγματικά τιμή και μεγάλη χαρά να διαβάζω τέτοια post. Ειδικά για ποιητές, που μας μεγάλωσαν, μας έμαθαν, μας ταλάνισαν πίσω από λέξεις και εικόνες.
Ευχαριστούμε που μας το θύμισες
:-)

Madame Bovary είπε...

Αγαπώ πολύ τον "Αποχαιρετισμό" του Ρίτσου. Θυμάμαι με είχε βάλει ο φιλόλογός μας να απαγγείλω ένα απόσπασμα σε μια γιορτή για την επέτειο της 1ης Απριλίου (στην Κύπρο) και αν και γενικά δεν είμαι ιδιαίτερα φιλόπατρις, είχα συγκινηθεί πάρα πολύ.

κόκκινο μπαλόνι είπε...

Άμα λέω εγώ πως επέστρεψες...
Χαίρομαι που τα αγαπημένα μου είναι και αγαπημένα σου!
Εξαιρετικό καλή μου Elf!!!!!!!

elf είπε...

Σας ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια, σπάνια παίρνω τόσα κομπλιμέντα για κάτι που δεν έχω κάνει εγώ - ας είναι καλά ο Ποιητής, ε;

Συγχωρέστε μου την αργοπορία στις απαντήσεις, ως συνήθως έχω μπλέξει με χίλια τινά (και δεν παλεύω ούτε το ένα).

Σας φιλώ πολύ όλους!

Ανώνυμος είπε...

...και να αδελφέ μου...θα μάθουμε να κουβεντιάζουμε...
Συγνώμη Γιάννη Ρίτσο!
Γειά σου elf

Blog ποικίλης ύλης...

...και μάλλον προβοκατόρικο.