Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ 3




Το απόγευμα του Σαββάτου κυλούσε εκνευριστικά αργά, ακόμα και για τέτοιο. Οι φίλοι της κοπροσκύλιαζαν στο Καφενείο κι ο τελευταίο της γκόμενος αποδείχτηκε τελικά μούφα.


«Τι σκατά καλοκαίρι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε ρητορικά μπροστά στην τηλεόραση. Αποφάσισε να βγει. Το Αντιρατσιστικό φεστιβάλ είχε αρχίσει από την προηγούμενη μέρα και άκουσε πως είναι καλό. Μπορεί να έβρισκε και κανένα γνωστό από το Πανεπιστήμιο για να μάθει τα νέα της Εξεταστικής – απ’ αυτούς που παρακολουθούν.


Φόρεσε τα πολύχρωμα, χαριτωμένα κουρέλια που, απ’ την εφηβεία της ακόμα, προσπαθούσαν να καμουφλάρουν τη μεγαλοαστική της καταγωγή. Ο πατέρας της τα αποκήρυττε, βέβαια, αλλά έκανε το κορόιδο ελπίζοντας πως θα της περάσει.


Εκείνη αποκήρυττε τον πατέρα της κι όλη του τη φάρα. Της την έσπαγε που είχε τόσα λεφτά. Της την έσπαγε ακόμα περισσότερο που τα ‘κανε σχεδόν μόνος του κι είχε να το καυχιέται. Από την παρακμιακή κι ετοιμοθάνατη ακτοπλοϊκή εταιρεία του δικού του πατέρα είχε καταφέρει να δημιουργήσει έναν εμπορικό στόλο που ξεπερνούσε τα είκοσι φορτηγά και γκαζάδικα. Βέβαια, όταν καμαρώνει ξεχνάει τα θαλασσοδάνεια που τσίμπησε από τους κολλητούς του κυβερνητικούς και τη μεγάλη προίκα της - κατά τ’ άλλα ασήμαντης – συζύγου του και μάνας της.


Δε βαριέσαι. Εκείνη ακολουθούσε το δικό της δρόμο. Δε μάσαγε απ’ τις απατηλές υποσχέσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και διαδήλωνε αυτή της την αντίθεση σε κάθε ευκαιρία μαζικής διαμαρτυρίας. Εντός κι εκτός συνόρων κι ας την κορόιδευε ο πατέρας της για δήθεν επαναστατικό τουρισμό. Σημασία είχε πως χρηματοδοτούσε τον αγώνα της, είτε από τύψεις, είτα για να την κρατάει δεμένη. Σκασίλα της. Αυτή επωφελούνταν κατά το δυνατόν, αφού πίστευε πως τα λεφτά του κάθε καπιταλιστή έχουν δικαίωμα να τα νέμονται όλοι.


Το Αντιρατσιστικό φεστιβάλ ήταν μια κούκλα! Παρδαλά περίπτερα με ανθρώπους απ’ όλον τον κόσμο που ήρθαν στην Ελλάδα γυρεύοντας περίπου ένα Αμερικάνικο όνειρο, για να καταλήξουν οικοδόμοι και καθαρίστριες για τρεις κι εξήντα. Τη συγκινούσε, όμως, η εμμονή τους στους πολιτισμούς τους και η περηφάνια με την οποία τους εξέθεταν στα καταδεκτικά μάτια των υποψιασμένων επισκεπτών του φεστιβάλ.


Οι Νιγηριανοί με τις πολύχρωμες παραδοσιακές στολές τους και τα βραχιολάκια από πλαστικές χάντρες, οι Αλβανοί με τα κολλητά τζιν και τους μαύρους αετούς στις κόκκινες σημαίες τους, οι Κινέζοι με τα πάμφθηνα ρούχα και παπούτσια, οι Κούρδοι με τον Οτσαλάν, οι Τούρκοι με τους απεργούς πείνας των λευκών κελιών, οι Φιλιππινέζοι με τα παιδικά τους χαμόγελα.


Χάζευε τους εξωτικούς πολιτισμούς που προσπαθούν να ριζώσουν στην Αθήνα κι αγόραζε φτηνά μπιχλιμπίδια, όταν έφτασε μπροστά στο περίπτερο των Παλαιστίνιων που παρουσίαζε φωτογραφίες από την τελευταία τους αιματηρή Ιντιφάντα. Κι εκεί η καρδιά της σκίρτησε. Αναπάντεχα. Όπως σκιρτά στη θέα ενός φρέσκου και δυνατού έρωτα. Εκεί, στη μέση του ταμπλό, μια μικρή, ολοζώντανη εικόνα: στο ξεφτισμένο γαλάζιο ενός δωματίου, ριγμένο σ’ ένα κρεβάτι, με κομμένα πόδια και μπανταρισμένα χέρια, ένα νεαρό αγόρι την κοιτούσε κατάματα από το νοσοκομείο της Τζενίν.


Στάθηκε αποσβολωμένη για ένα δευτερόλεπτο, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε ώσπου άστραψε το φλας μέσα στο κεφάλι της και της κατέδειξε όλη τη ματαιότητα της προηγούμενης ύπαρξής της: έπρεπε να πάει εκεί! Ν’ αφήσει τις αναποτελεσματικές διαμαρτυρίες με τα πανό και τα ξεπερασμένα συνθήματα και να χρησιμοποιήσει τη συγκυρία του οικογενειακού πλούτου προς όφελος των παιδιών που υποφέρουν. Να ταξιδέψει σ’ όλον τον κόσμο για να τα βρει και να τα βοηθήσει να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή.


Ξεκίνησε από την Παλαιστίνη. Χρησιμοποιώντας τις αγωνιστικές διασυνδέσεις της και τα λεφτά του πατέρα της, κατάφερε να φτάσει εκεί κάτω, κι έπειτα πιο κάτω, και να εντοπίσει εκατοντάδες ορφανά κι εγκαταλειμμένα απ’ την Ασία, την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη.








Σήμερα ζει ευτυχισμένη στη βίλα της στις Κάνες. Έχει ωριμάσει μετά από τόσα ταξίδια και συμφιλιώθηκε πια με την αστική καταγωγή της. Έχει συγχωρήσει και τον πατέρα της. Εξάλλου τα αμπάρια των δικών του φορτηγών χρησιμοποιεί για να κουβαλάει καραβιές ολόκληρες πιτσιρίκια που μοσχοπουλάει στη διψασμένη για φτηνά εργατικά χέρια αγορά της Δυτικής Ευρώπης.





8 σχόλια:

manetarius είπε...

Τι είπες τώρα...;;
άι στο καλό σου... με σύγχυσες!
πω πωωω...

wilma είπε...

Δηλαδή όχι απλά τους σώζει τους βρίσκει και δουλειά!

Ας σοβαρευτώ!
Ωραία πορεία μικρή μου! από υπέρμαχος των αδυνατων να καταλήγεις στο trafficking.
Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι μήπως ουσιαστικά είμαι κι εγώ μια μικρογραφία της ιστορίας αυτής. (καλά δεν πουλάω κόσμο, αλλά λέμε τώρα για ιδανικά και και και...).

Τσουχτρα είπε...

Δεν θα σχολιάσω αυτή την ανάρτηση, γιατί δεν έχει ανάγκη απο τα δικά μου σχόλια. Είναι πάντως μια καλή απάντηση για τους όψιμους επαναστάτες.

Καλημέρα Ελένη !

Adomiel είπε...

Η ανατροπή σου με άφησε άφωνη... κακώς βέβαια... ποτέ δε θα μπορούσες εσύ να γράψεις απλά μια γλυκανάλατη "πατάτα"... ας πρόσεχα...!

Φιλιά σε όλους σας...!

Υ.Γ. Κανόνισε έξοδο...! ;-)

κόκκινο μπαλόνι είπε...

άργησα πάλι να σε διαβάσω!
ταυτίζομαι με μανιτάρι, ευχαριστώ!

elf είπε...

Γεια σας, κορίτσια! Έχω καταφέρει να είμαι άρρωστη καλοκαιριάτικα. Επιπλέον, έχω καταφέρει να δουλεύω και κάθε μέρα, συμπεριλαμβανομένου ΣΚ.

Υπομονή, φιλιά και ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ!!!!!

Ανώνυμος είπε...

Ωραίος ο επίλογος. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ταιριαστό από αυτό...

kikop80 είπε...

Καλό μήνα και καλό καλοκαίρι ξωτικούλα!!!!
Καλά τα κατάφερες να αρρωστήσεις και να το ρίξεις συνάμα στη δουλειά!!!
Η επανάσταση δεν γίνεται με φούμαρα και μεταφωτές κορδέλες!
Και όλοι μας δυστυχώς φοβόμαστε!
Κλαψ!
:-D

Blog ποικίλης ύλης...

...και μάλλον προβοκατόρικο.