Κυριακή 20 Απριλίου 2008

ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ 1

Peter Callesen Paper Cuts


Είχε βγάλει τα παπούτσια της και τα πρησμένα πόδια της ανακουφίζονταν στο δροσερό, βρώμικο πάτωμα. Φριχτή ζέστη και ο σχεδόν προπολεμικός ανεμιστήρας πιο πολύ την εκνεύριζε με την κοροϊδία του παρά την ξεϊδρωνε με τις ασθενικές ριπές του.

Έντεκα και είκοσι. Έβγαλε να φάει ένα κριτσίνι. Είχε καταπιεί ήδη το μισό κι ετοιμαζόταν να δαγκώσει το υπόλοιπο όταν χτύπησε η πόρτα.

- Περάστε, είπε χαλαρά.

Δυο απ’ τους αντιπαθητικούς φύλακες κι ανάμεσά τους ένας νεαρός, καινούριος κρατούμενος. Ούτεπου σήκωσε τα μάτια της απ’ τα χαρτιά. Λίγο επίδειξη δύναμης, λίγο να κρατάει τις αποστάσεις.

- Κάθισε, τον διέταξε σχεδόν κι έδιωξε μ’ ένα νεύμα τους άλλους δύο. Ήξερε πως ο ένας θα στεκόταν έξω απ’ την πόρτα για κάθε ενδεχόμενο κι ο άλλος θα διέσχιζε με αργά βήματα το μεγάλο διάδρομο που συνδέει τις δύο πτέρυγες ψάχνοντας κάποιο απ’ τα φρικιά της φυλακής για να το βασανίσει.

- Προτιμώ όρθιος, της απάντησε κι εκείνη ξαφνιασμένη σήκωσε τα μάτια. Κοιτάχτηκαν για ένα δευτερόλεπτο, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε και το χέρι της ανέβηκε μόνο του για να τσεκάρει τα μαλλιά της. Αναπάντεχα.

- Κάθισε, σε παρακαλώ, μίλησε κι εκείνος της έστειλε μισό χαμόγελο κι άπλωσε το τεράστιο κορμί του στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο της.

Είχε περάσει προ πολλού τα σαράντα. Και της φαινόταν. Μια ώριμη γυναίκα, λεπτή ακόμα αλλά πλαδαρή, με καστανά μαλλιά κομμένα σε κοντό καρέ και περίπου πράσινα μάτια που φρόντιζε να βάφει τις σπάνιες φορές που έβγαινε βράδυ. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Δεν είχε καν αρραβωνιαστεί. Ζούσε στο ίδιο διαμέρισμα από τότε που γεννήθηκε, με τους καλοστεκούμενους γονείς της που είχαν πολύ εντονότερη κοινωνική ζωή απ’ την ίδια, με τους συνταξιούχους φίλους τους, τις εκδρομές της Εργατικής Εστίας και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του ΚΑΠΗ.

Όταν τέλειωσε την Κοινωνιολογία στην Πάντειο, αποφάσισε να δουλέψει στις φυλακές με μεγάλες φιλοδοξίες. Ονειρευόταν να μεταμορφώσει τα σωφρονιστικά καταστήματα σε τέτοια ακριβώς: τόπους αξιοπρεπούς διαβίωσης όπου οι εγκληματίες θα έμπαιναν κτήνη και θα έβγαιναν άνθρωποι. Στην πορεία ανέλυσε χιλιάδες φορές αυτή τη νεανική φράση ώσπου αναθεώρησε όλα της τα στοιχεία: τα «σωφρονιστικά καταστήματα» είναι μη-τόποι, καταργούν κάθε έννοια αξιοπρέπειας, οι πραγματικοί εγκληματίες δεν περνούν ούτε απέξω, οι καταδικασμένοι δεν μπαίνουν αλλά τους μπάζουν και οι λίγοι που είναι ακόμα άνθρωποι όταν έρχονται, βγαίνουν τελειωμένα κτήνη.

Μ’ αυτό το οριστικό σχήμα στο μυαλό της ντυνόταν κάθε πρωί όσο πιο άχρωμα μπορούσε και πήγαινε να κάνει τη δουλειά της τυπικά και ευσυνείδητα.

Ο άντρας που στεκόταν, όμως, τώρα μπροστά της τής δημιουργούσε την ανάγκη να είναι όμορφη. Κούκλος ο ίδιος, παρά το γελοίο κούρεμα και τα λάθος ελληνικά, είχε μια γοητεία που την καθήλωνε. Επικίνδυνος εγκληματίας, τον κυνηγούσαν οι αστυνομίες στη μισή Ευρώπη, μ’ ένα σωρό ληστείες και φόνους στο βιογραφικό του και ήταν μόλις πόσο; Εικοσιπέντε χρόνων; Το πολύ εικοσιοκτώ.

Δεν θυμόταν από πότε είχε να πάει με άντρα. Τέλος πάντων, προτιμούσε να μην το θυμάται. Κάθε φορά που τον έβλεπε να μπαίνει στο γραφείο της η ίδια χυδαία σκέψη αναβόσβηνε στο μυαλό της με φωσφοριζέ γραμματοσειρά: «Θέλω να νιώσω τον σκληρό φαλλό του μέσα μου». Έμμονη ιδέα.

Έτσι, οργάνωσε την απόδρασή του σαν ειδικός. Τα ρούχα, η περούκα, η πλαστή ταυτότητα, το αυτοκίνητο. Σήκωσε όλα τα λεφτά από το λογαριασμό της και τον ακολούθησε. Πίσω τους σύσσωμη και αγριεμένη η ελληνική αστυνομία. Κατάφερναν να κρυφτούν στην καλοκαιρινή ύπαιθρο με τους χιλιάδες τουρίστες. Τις μέρες κάναν επιτέλους έρωτα και τα βράδια οδηγούσαν προς την ελευθερία της Ανατολικής Ευρώπης, πότε αυτός και πότε εκείνη. Είχαν γλιτώσει.

Όταν τον χόρτασε, τον παράτησε στο Μπουργκάζ. Του άφησε μόνο χίλια πεντακόσια ευρώ και τα κλειδιά του τελευταίου τους Βουλγάρικου αυτοκινήτου.

Τον έπιασαν λίγους μήνες αργότερα στην Αθήνα. Δεν είπε γιατί επέστρεψε, δεν μίλησε ποτέ γι αυτήν, ούτε όταν άκουσε την καταδίκη του σε ισόβια. Σαν να μην είχε πάει ποτέ μαζί του.

Εκείνη εξαφανίστηκε τόσο ήσυχα όσο ζούσε. Δεν ξανακούσαμε νέα της. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

6 σχόλια:

dr.SeenG είπε...

Χμ... η μιζέρια αυτής της γυναίκας (40+ και ζούσε ακόμα με τους γονείς της;;;) την ώθησε σ'αυτή την τρέλα, την ευχαριστήθηκε και δεν το μετάνιωσε!!!
Να σταθώ σε ένα σημείο της ιστορίας... Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα, όταν ξεκινάς κάτι με χίλια δυο όνειρα και στην πορεία να αναγκάζεσαι να ζεις σε μια τυπική διαδικασία. Να θάβεις τα όνειρα σου.
Πολύ καλησπέρα σου Elf :)

elf είπε...

Καλημέρα πλέον, doc. Ναι, τελικά -και γι αυτό μ' αρέσουν τα αναπάντεχα- τα καλύτερα ίσως έρχονται από κάτι τέτοιους που δεν τους φαίνεται. Πάντως το διηγηματάκι είναι εμπνευσμένο από αληθινό περιστατικό, συνέβη πριν λίγα χρόνια στην Ελλάδα. Και τέλος, να συμφωνήσω: όταν απαξιώνεις τα όνειρά σου τότε γίνεσαι μικρός. Αν βέβαια είναι μεγάλα τα όνειρα. Όνειρα γλυκά, γιατρέ, περιμένω ανυπόμονα τον επόμενο ασθενή σου!

Laplace είπε...

καλως σε βρηκα elf!φοβερα κ τα 2 blog σου..
κατενθουσιασμενος κ απο τις 2 ιστοριες.
Μια απορία,καπως ετσι έγινε ή απλα μεγαλοποιησες το αληθινο περιστατικο προς χαρην της ιστοριουλας ?

giannis είπε...

me ekseplikses!!!
an k h fantazomai apo pou empneystikes , de perimena tetoia istoria apo sena

elf είπε...

Γεια σου gianni, καλως όρισες Μαγικό Ρομπότ! Η βάση της ιστορίας είναι αληθινή, μια ψυχολόγος ή κοινωνική Λειτουργός, δεν θυμάμαι, οργάνωσε την απόδραση ενός νεαρού κρατούμενου και έφυγε μαζί του. Θα ψάξω να βρω την ορίτζιναλ είδηση και θα σας την γράψω. Η δραματοποίηση, βέβαια, ξεφεύγει πολύ, αλλά τι να την κάνεις την αλήθεια όταν έχεις το παραμύθι; Χαίρομαι πολύ που σας άρεσε, κύριοι, καλή σας μέρα!

Laplace είπε...

ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ μας αρεσε..αν την βρεις,κανε ενα edit κ βαλε link :)
Σου ευχομαι κ απο εδω να εχεις ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ κ να περασεις τελεια..

καλημερες

Blog ποικίλης ύλης...

...και μάλλον προβοκατόρικο.