Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν «ένας κρόκος αβγού, χτυπημένος με γούστερσως». Γύρισα πλευρό. Μάλλον ήπια πάλι πολύ χτες βράδυ. Τα πόδια μου σκόνταψαν σε έναν όγκο απρόσμενο. Τα πόδια του. Κοιμάσαι; τον ρώτησα, μου απάντησε πως όχι. Τότε γιατί δεν μου μιλάς; Τι να σου πω; Σταμάτησα κι εγώ να μιλάω. Όταν δεν έχεις κάτι να πεις, μη λες τίποτα, λένε.
Η ώρα περνούσε ράθυμα. Είχα καταλάβει πως είναι Κυριακή, σιγά μη σηκωθώ από τώρα, σιγά μην ανοίξω καν τα μάτια μου, θα μείνω να τεμπελιάσω μέχρι το μεσημέρι, μετά θα φτιάξω έναν καφέ σπέσιαλ και θα δω το γκραν πρι στην τηλεόραση. Πόσο καιρό έχουμε να δούμε γκραν πρι; τον ρώτησα, αλλά αυτός δεν ήταν πια στο κρεβάτι. Πού είσαι; Σιωπή. Γιώργο;
Όταν αποφάσισα πια να ανοίξω τα μάτια μου ήταν ήδη πολύ αργά. Χα! Έχουμε να δούμε μαζί γκραν πρι στην τηλεόραση σχεδόν πέντε χρόνια. Γιατί σχεδόν πέντε χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που χωρίσαμε. Από τη μέρα που έπαψα να ζω σε αυτό το σπίτι. Ώσπου ξανάρθα χτες το βράδυ. Αναπάντεχα. Μαζί με το Δημήτρη. Γιώργο; Γιώργο! Πού είναι ο Δημήτρης;
Η Μάνια γνώρισε το Γιώργο στο πάρτι μιας βραχύβιας φοιτητικής παράταξης στο Πολυτεχνείο. Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και σύντομα μετακόμισε στο σπίτι του. Σπούδαζαν περιστασιακά, όπως όλοι οι φοιτητές του καιρού τους, έπιναν καφέδες με τις ώρες στα Εξάρχεια και τα πέριξ, ξημεροβραδιάζονταν με τους φίλους τους από δω κι από κει και τις Κυριακές χουζούρευαν στο διπλό στρώμα στο πάτωμα βλέποντας γκραν πρι. Έπειτα η Μάνια πήρε το πτυχίο της κι αποφάσισε να πάει στην Αγγλία για μεταπτυχιακό. Ο Γιώργος όχι. Ήθελε ακόμα δυο-τρία μαθήματα για να τελειώσει τη σχολή και μετά είχε αποφασίσει να ξεμπερδεύει με το στρατό. Η Μάνια έφυγε, εκείνος έμεινε, εκείνη γνώρισε στην Αγγλία εμένα κι όλα μεταξύ τους τελείωσαν, όπως τελειώνουν συνήθως τα πράγματα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αγαπιούνται μεν, αλλά κατά βάθος θέλουν άλλα.
Σιγά-σιγά χαθήκανε. Στην αρχή αντάλλασσαν κάποια μηνύματα σε γιορτές και πανηγύρια, μετά μόνο σε γιορτές κι από τον προηγούμενο χρόνο τίποτα. Δεν είχε τύχει και να βρεθούν πουθενά, δεν είχαν και τίποτα να πούνε̇ άλλαζαν όλα στις ζωές τους τόσο γρήγορα και καθοριστικά – οι παλιές αγάπες, αν είσαι τυχερός μένουν μονάχα μια γλυκιά και ερεθιστική ανάμνηση.
Ώσπου χθες βράδυ, ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος που στριμωχνόταν στη μπάρα για ποτό, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον. Κι ήταν τόσο ωραία η συνάντηση, τόσο σφοδρή η ανάμνηση του νεανικού έρωτά τους, που αποφάσισαν αυτόματα να συνενώσουν τις παρέες μας και να τα πιούμε όλοι μαζί στην υγειά του ένδοξου παρελθόντος. Ποτό στο ποτό και τραγούδι στο τραγούδι, βρέθηκε η Μάνια κολλημένη πάνω του, με μάτια κλειστά και προθέσεις ολοφάνερα λάγνες, να λικνίζεται και να χαριεντίζεται με χαριτωμένη οικειότητα και ανεπιτήδευτη χάρη. Εγώ τους παρακολουθούσα με ενδιαφέρον. Μου άρεσε το κορίτσι μου, τόσο αφημένο και αισθησιακό, στην αγκαλιά ενός άλλου, ενός πρώην εραστή, προφανώς ξεπερασμένου αλλά και, τελικά, αξέχαστου.
Ποτό στο ποτό και χορό στο χορό, βρεθήκαμε κι οι τρεις να χαιρετάμε με σιγουριά και έπαρση την υπόλοιπη παρέα και να παρκάρουμε το Ρενώ μου έξω από το διαμέρισμα του Γιώργου. Το ίδιο εκείνο διαμέρισμα που είχε περάσει η Μάνια πέντε υπέροχα φοιτητικά χρόνια.
Τελικά σηκώθηκα με κόπο και φόρεσα το τσαλακωμένο φόρεμα. Πονοκέφαλος και παράπονο: ούτε γκραν πρι, ούτε χουζούρι. Ούτε Γιώργος, ούτε Δημήτρης. Το σπίτι άδειο και σιωπηλό. Προχώρησα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Το γκαζάκι, το μπρίκι, ο καφές και τα λοιπά, όλα στις θέσεις που τα είχα αφήσει. Άκουσα την πόρτα. Γιώργο; Έρχομαι, μου απάντησε και μπήκε με σακούλες και χαμόγελο. Τι είναι αυτά; Λάττε γλυκός και κουλουράκια με ζάχαρη, θυμάσαι; Τώρα τον πίνω μέτριο, γέλασα. Μα βγήκες να μου πάρεις πρωινό; Κάθε Κυριακή έβγαινα, είπε και κατέβασε τα μάτια.
Χτες, όμως, δεν τα κατέβαζε. Χτες την κοιτούσε συνέχεια, που μπήκε στο διαμέρισμα, έβγαλε το παλτό και τις μπότες, έγειρε στο στρώμα και μας περίμενε. Έφερε το ρούμι, κάθισε στα αριστερά της, εγώ στα δεξιά και πίναμε έτσι από το μπουκάλι, ο καθένας με τη σειρά του και γελούσαμε. Κι ύστερα τη φίλησα, την τράβηξα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα, τρυφερά, αγαπησιάρικα κι ο Γιώργος περίμενε και περίμενε και μετά αγκάλιασε τη μέση της και έγλειψε το λαιμό της. Την πήραμε κι οι δυο πάνω στο στρώμα, τρυφερά, αγαπησιάρικα, ο ένας μέσα της, ο άλλος γύρω της κι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της, αυτή που κορύφωσε όλα τα ποτά, τους χορούς, τα φιλιά και τα γέλια, όταν μας ένιωσε και τους δυο μέσα της, σε μια χορογραφία ανείπωτη που κράτησε, λες, για πάντα.
Και σήμερα ήρθε η αμηχανία, ο πονοκέφαλος, η ενοχή και τα κατεβασμένα μάτια. Τα γιατί και τα αν και τα από δω και μπρος τι. Ο Γιώργος με τη ζωή του την ήρεμη, τη δουλειά, τα γκραν πρι και μια γκομενίτσα που ζαχάρωνε κι ετοιμαζόταν να ψήσει. Εγώ, σίγουρος, όσα διαλέγεις τα πληρώνεις κι έπειτα τους δίνεις το χρόνο τους να δεις αν ταιριάζουν. Κι η Μάνια υπέροχα: ποθητή, αποδεκτή, αλησμόνητη.
Ποια ενοχή; Και ποια αμηχανία; Μεταξύ μας; Ήπια τον καφέ μου με δυο γουλιές και του χαμογέλασα. Ωραία δεν ήταν; Χαμογέλασε κι αυτός. Πολύ ωραία. Να το επαναλάβουμε. Σκάσαμε στα γέλια σαν παιδιά, συνένοχα, σαν φίλοι. Ο Δημήτρης πήγε σπίτι, μου είπε. Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα. Τότε πάω κι εγώ. Έχουμε κανονίσει για το μεσημέρι. Σε ευχαριστώ, αγάπη μου. Πολύ χάρηκα που σε ξαναείδα.