Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Πολύ χάρηκε που τον ξαναείδε



Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν «ένας κρόκος αβγού, χτυπημένος με γούστερσως». Γύρισα πλευρό. Μάλλον ήπια πάλι πολύ χτες βράδυ. Τα πόδια μου σκόνταψαν σε έναν όγκο απρόσμενο. Τα πόδια του. Κοιμάσαι; τον ρώτησα, μου απάντησε πως όχι. Τότε γιατί δεν μου μιλάς; Τι να σου πω; Σταμάτησα κι εγώ να μιλάω. Όταν δεν έχεις κάτι να πεις, μη λες τίποτα, λένε.
Η ώρα περνούσε ράθυμα. Είχα καταλάβει πως είναι Κυριακή, σιγά μη σηκωθώ από τώρα, σιγά μην ανοίξω καν τα μάτια μου, θα μείνω να τεμπελιάσω μέχρι το μεσημέρι, μετά θα φτιάξω έναν καφέ σπέσιαλ και θα δω το γκραν πρι στην τηλεόραση. Πόσο καιρό έχουμε να δούμε γκραν πρι; τον ρώτησα, αλλά αυτός δεν ήταν πια στο κρεβάτι. Πού είσαι; Σιωπή. Γιώργο; 
Όταν αποφάσισα πια να ανοίξω τα μάτια μου ήταν ήδη πολύ αργά. Χα! Έχουμε να δούμε μαζί γκραν πρι στην τηλεόραση σχεδόν πέντε χρόνια. Γιατί σχεδόν πέντε χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που χωρίσαμε. Από τη μέρα που έπαψα να ζω σε αυτό το σπίτι. Ώσπου ξανάρθα χτες το βράδυ. Αναπάντεχα. Μαζί με το Δημήτρη. Γιώργο; Γιώργο! Πού είναι ο Δημήτρης;



Η Μάνια γνώρισε το Γιώργο στο πάρτι μιας βραχύβιας φοιτητικής παράταξης στο Πολυτεχνείο. Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και σύντομα μετακόμισε στο σπίτι του. Σπούδαζαν περιστασιακά, όπως όλοι οι φοιτητές του καιρού τους, έπιναν καφέδες με τις ώρες στα Εξάρχεια και τα πέριξ, ξημεροβραδιάζονταν με τους φίλους τους από δω κι από κει και τις Κυριακές χουζούρευαν στο διπλό στρώμα στο πάτωμα βλέποντας γκραν πρι. Έπειτα η Μάνια πήρε το πτυχίο της κι αποφάσισε να πάει στην Αγγλία για μεταπτυχιακό. Ο Γιώργος όχι. Ήθελε ακόμα δυο-τρία μαθήματα για να τελειώσει τη σχολή και μετά είχε αποφασίσει να ξεμπερδεύει με το στρατό. Η Μάνια έφυγε, εκείνος έμεινε, εκείνη γνώρισε στην Αγγλία εμένα κι όλα μεταξύ τους τελείωσαν, όπως τελειώνουν συνήθως τα πράγματα ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αγαπιούνται μεν, αλλά κατά βάθος θέλουν άλλα.
Σιγά-σιγά χαθήκανε. Στην αρχή αντάλλασσαν κάποια μηνύματα σε γιορτές και πανηγύρια, μετά μόνο σε γιορτές κι από τον προηγούμενο χρόνο τίποτα. Δεν είχε τύχει και να βρεθούν πουθενά, δεν είχαν και τίποτα να πούνε̇ άλλαζαν όλα στις ζωές τους τόσο γρήγορα και καθοριστικά – οι παλιές αγάπες, αν είσαι τυχερός μένουν μονάχα μια γλυκιά και ερεθιστική ανάμνηση.
Ώσπου χθες βράδυ, ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος που στριμωχνόταν στη μπάρα για  ποτό, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον. Κι ήταν τόσο ωραία η συνάντηση, τόσο σφοδρή η ανάμνηση του νεανικού έρωτά τους, που αποφάσισαν αυτόματα να συνενώσουν τις παρέες μας και να τα πιούμε όλοι μαζί στην υγειά του ένδοξου παρελθόντος. Ποτό στο ποτό και τραγούδι στο τραγούδι, βρέθηκε η Μάνια κολλημένη πάνω του, με μάτια κλειστά και προθέσεις ολοφάνερα λάγνες, να λικνίζεται και να χαριεντίζεται με χαριτωμένη οικειότητα και ανεπιτήδευτη χάρη. Εγώ τους παρακολουθούσα με ενδιαφέρον. Μου άρεσε το κορίτσι μου, τόσο αφημένο και αισθησιακό, στην αγκαλιά ενός άλλου, ενός πρώην εραστή, προφανώς ξεπερασμένου αλλά και, τελικά, αξέχαστου.
Ποτό στο ποτό και χορό στο χορό, βρεθήκαμε κι οι τρεις να χαιρετάμε με σιγουριά και έπαρση την υπόλοιπη παρέα και να παρκάρουμε το Ρενώ μου έξω από το διαμέρισμα του Γιώργου. Το ίδιο εκείνο διαμέρισμα που είχε περάσει η Μάνια πέντε υπέροχα φοιτητικά χρόνια.


Τελικά σηκώθηκα με κόπο και φόρεσα το τσαλακωμένο φόρεμα. Πονοκέφαλος και παράπονο: ούτε γκραν πρι, ούτε χουζούρι. Ούτε Γιώργος, ούτε Δημήτρης. Το σπίτι άδειο και σιωπηλό. Προχώρησα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Το γκαζάκι, το μπρίκι, ο καφές και τα λοιπά, όλα στις θέσεις που τα είχα αφήσει. Άκουσα την πόρτα. Γιώργο; Έρχομαι, μου απάντησε και μπήκε με σακούλες και χαμόγελο. Τι είναι αυτά; Λάττε γλυκός και κουλουράκια με ζάχαρη, θυμάσαι; Τώρα τον πίνω μέτριο, γέλασα. Μα βγήκες να μου πάρεις πρωινό; Κάθε Κυριακή έβγαινα, είπε και κατέβασε τα μάτια.



Χτες, όμως, δεν τα κατέβαζε. Χτες την κοιτούσε συνέχεια, που μπήκε στο διαμέρισμα, έβγαλε το παλτό και τις μπότες, έγειρε στο στρώμα και μας περίμενε. Έφερε το  ρούμι, κάθισε στα αριστερά της, εγώ στα δεξιά και πίναμε έτσι από το μπουκάλι, ο καθένας με τη σειρά του και γελούσαμε. Κι ύστερα τη φίλησα, την τράβηξα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα, τρυφερά, αγαπησιάρικα κι ο Γιώργος περίμενε και περίμενε και μετά αγκάλιασε τη μέση της και έγλειψε το λαιμό της. Την πήραμε κι οι δυο πάνω στο στρώμα, τρυφερά, αγαπησιάρικα, ο ένας μέσα της, ο άλλος γύρω της κι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της, αυτή που κορύφωσε όλα τα ποτά, τους χορούς, τα φιλιά και τα γέλια, όταν μας ένιωσε και τους δυο μέσα της, σε μια χορογραφία ανείπωτη που κράτησε, λες, για πάντα.
Και σήμερα ήρθε η αμηχανία, ο πονοκέφαλος, η ενοχή και τα κατεβασμένα μάτια. Τα γιατί και τα αν και τα από δω και μπρος τι. Ο Γιώργος με τη ζωή του την ήρεμη, τη δουλειά, τα γκραν πρι και μια γκομενίτσα που ζαχάρωνε κι ετοιμαζόταν να ψήσει.  Εγώ, σίγουρος, όσα διαλέγεις τα πληρώνεις κι έπειτα τους δίνεις το χρόνο τους να δεις αν ταιριάζουν. Κι η Μάνια υπέροχα: ποθητή, αποδεκτή, αλησμόνητη.



Ποια ενοχή; Και ποια αμηχανία; Μεταξύ μας; Ήπια τον καφέ μου με δυο γουλιές και του χαμογέλασα. Ωραία δεν ήταν; Χαμογέλασε κι αυτός. Πολύ ωραία. Να το επαναλάβουμε. Σκάσαμε στα γέλια σαν παιδιά, συνένοχα, σαν φίλοι. Ο Δημήτρης πήγε σπίτι, μου είπε. Σηκώθηκα και τον αγκάλιασα. Τότε πάω κι εγώ. Έχουμε κανονίσει για το μεσημέρι. Σε ευχαριστώ, αγάπη μου. Πολύ χάρηκα που σε ξαναείδα.


 
 
ΕλΦ 2011

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Έχω κάτι να σου πω



Αποφάσισε πως θα ζήσουμε μαζί τέτοια μέρα το 2011, ανήμερα του Πολυτεχνείου. Δεν γνωριζόμασταν μέχρι τότε˙ δηλαδή ξέραμε ο ένας τον άλλον, αλλά δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ πραγματικά.
Με την Ευαγγελία είμαστε από την ίδια κωμόπολη, πηγαίναμε μαζί σχολείο και συχνάζαμε στις ίδιες γειτονιές. Εγώ, όμως είμαι τρία χρόνια μεγαλύτερος, έτσι είχαμε πάντα διαφορά φάσης: όταν τέλειωνα το λύκειο, αυτή θα ερχόταν στην πρώτη˙ όταν εμείς βγαίναμε στο δρόμο για μπάλα, τα μικρά τα μάζευαν οι μανάδες τους για να κοιμηθούν˙ στην καφετέρια πήγαινα όταν είχε από ώρα φύγει. Ήξερα γενικά πως ο Τζανάκης είχε μια κόρη, αλλά ούτε που μπορούσα να τη θυμηθώ. Μετά εγώ έφυγα για τη Σχολή, εκείνη πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει, δεν διασταυρωθήκαμε ποτέ.
Συναντηθήκαμε σε κείνη την πορεία για το Πολυτεχνείο πριν τέσσερα χρόνια. Μόνη της ήρθε και μου μίλησε. Εγώ ήμουν στο μπλοκ των αναρχικών της Μπενάκη, με το σακίδιο γεμάτο πέτρες κι ένα σουγιά κρυμμένο στην αρβύλα, καλού-κακού. Ο Νάσος δεν είσαι, με ρώτησε και μου κόπηκαν τα γόνατα. Ποια ήταν αυτή και πώς με αναγνώρισε; Δυο χρόνια μυστικός κυκλοφορούσα με το όνομα Αντρέας και ήμουν, υποτίθεται, γέννημα θρέμμα Πατρινός. Πίεσα το μυαλό μου να λειτουργήσει επαγγελματικά αλλά αδυνατούσε: της γύρισα την πλάτη κι έτρεξα προς τη Βουλή. Τρέχοντας το ξανασκέφτηκα. Ποια ήταν αυτή και πώς με αναγνώρισε; Δεν μου θύμιζε τίποτα. Μετρίου ύψους, καστανή, τα μαλλιά αλογοουρά, κόκκινα μάγουλα, λίγο πεταχτά δοντάκια, μπλουτζίν και μαύρο παλτό – ποια ήταν; Αποφάσισα να γυρίσω πίσω, να την παρακολουθήσω. Φόρεσα το σκούφο που είχα στην κωλότσεπη και γύρισα το μπουφάν μου το μέσα έξω. Ξανακατέβηκα τη Σταδίου προς Ομόνοια και την είδα μπροστά στους ΣΕΚίτες να μιλάει στο κινητό. Καθόταν μόνη της σε ένα πεζούλι, ωραίο γκομενάκι, γύρω στα είκοσι, μπορεί και μικρότερη, χαμογελαστή και λίγο αποστασιοποιημένη. Σε λίγο εμφανίστηκε μια άλλη, της κούνησε το χέρι, φιληθήκαν σταυρωτά, πιαστήκαν αγκαζέ και προχώρησαν προς το Σύνταγμα. Οι δυο τους.
Την παρακολουθούσα σε όλη τη διάρκεια της πορείας -ειδοποίησα το κέντρο πως υπάρχει εμπλοκή και δεν θα συμμετέχω άμεσα στις διαδικασίες- και μετά, όταν άρχισε το μεγάλο μπάχαλο, συνέχισα να την ακολουθώ προσπαθώντας να καταλάβω τι ρόλο βαράει. Έδειχνε να τα έχει χαμένα, το ίδιο κι η φίλη της, δεν ήταν και σε κάποιο από τα μεγάλα μπλοκ να τις προστατεύσει και δεν ήξεραν από πού να φυλαχτούν. Κάποια στιγμή βρέθηκαν, σαν κάθε πρωτάρης άσχετος που το παίζει επαναστάτης, στη μέση του πετροπόλεμου: είχαν αγκαλιαστεί απελπισμένες και προσπαθούσαν να κρατηθούν η μια από την άλλη – πετάχτηκα από το πλήθος σαν γαμημένος σούπερμαν, την άρπαξα από το χέρι, αυτή άρπαξε την άλλη και τις τράβηξα προς τη στοά του Άττικα. Κλαίγανε με λυγμούς, από το φόβο και τα χημικά, μα καλά, χαζή είσαι, την ταρακούνησα, δεν βλέπετε πως θα γίνει μακελειό; Ο Νάσος δεν είσαι, με ξαναρώτησε κοιτώντας με στα μάτια σαν κουτάβι. Ο Νάσος είμαι, γαμώ την Παναγία μου, σηκωθείτε να φύγουμε από δω!
Τις κατέβασα στην Ομόνοια, τις έβαλα στο μετρό και γύρισα να ξαναβρώ τους δικούς μου. Λίγο πριν χωριστούμε, η Ευαγγελία έβγαλε από την τσάντα της ένα στυλό και έγραψε σε μια τσαλακωμένη απόδειξη το τηλέφωνό της. Πάρε με, μου είπε. Η κόρη του Τζανάκη, σκέφτηκα εγώ. Έτσι εξηγούνται όλα.



Οι επόμενες μέρες πέρασαν γρήγορα και ακατάληπτα. Οι συγκρούσεις είχαν απλωθεί σε όλη την Αθήνα, κάναμε να κοιμηθούμε εικοσιτετράωρα, πολλές φορές δεν προλάβαινα καν να πάρω διαταγές, έκανα αυθόρμητα ό,τι μου είχαν μάθει και προσευχόμουν να τελειώνει γρήγορα όλο αυτό για να ξαναγυρίσουμε στις ζωές μας.
Μέσα σε όλο το χαμό πρόλαβα να συζήσω και με την Ευαγγελία. Στην αρχή την πλησίασα για να την έχω από κοντά – μαλακίες λέω, τη γούσταρα. Με είχε αναγνωρίσει, ναι. Θα μπορούσε να αποκαλύψει την ταυτότητά μου και να γαμήσει δυο χρόνια δουλειάς. Ο Αντρέας από την Πάτρα, ατρόμητος αντιεξουσιαστής αποδεικνύεται Αθανάσιος, ο μπάτσος της γειτονιάς σας. Αλλά δεν μίλησε. Δεν ρώτησε. Μέχρι που άρχισε να με φωνάζει Αντρέα. Μετακόμισε στο σπίτι μου στα Εξάρχεια, πέντε κούτες κοριτσίστικα πράγματα κι άλλες τόσες βιβλία, μαγείρευε νοστιμιές με ό,τι βρισκόταν στα εργένικα ντουλάπια μου και με περίμενε να γυρίσω. Οι σχολές είχαν κλείσει στην αρχή, μετά που ξανάνοιξαν άρχισε κι αυτή πάλι να πηγαίνει, μαθήματα και συνελεύσεις σε κλίμα πανηγυρικό, με νέους πρυτάνεις και μικτά συμβούλια καθηγητών-φοιτητών, νέα προγράμματα σπουδών και ψυχολογία απέραντης παντοδυναμίας. Και παπαρολογίας. Η Ευαγγελία συνεπής και καλή μαθήτρια, δεν πολυσυμμετείχε στα λοιπά, αλλά όχι επειδή ήταν κορίτσι μου, απλώς σαν να μην την ένοιαζαν όλα τα άλλα.
Οι συρράξεις και η αβεβαιότητα κράτησαν στην πραγματικότητα λιγότερο από δυο μήνες. Μετά όλοι αποφάνθηκαν πως νίκησε ο λαός που πήρε και την εξουσία, ενώ εμείς κάτσαμε μουδιασμένοι στα αβγά μας. Στην αρχή, τουλάχιστον. Γιατί μετά μαζευτήκαμε δειλά, έστω και χωρίς επίσημη οργάνωση κι αρχίσαμε να συζητάμε την αντεπανάσταση. Οι επικεφαλής μας είχαν συλληφθεί, δικαστεί και καταδικαστεί με συνοπτικές διαδικασίες, η αστυνομία κι ο στρατός καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από εντεταλμένες ομάδες ένοπλων πολιτών, οι επικοινωνίες και οι συγκοινωνίες στα χέρια τους - όλα έδειχναν πως τα μουνόπανα ξέρανε τη δουλειά τους.
Κι εμείς τη δική μας. Δεν υπήρχα επίσημα σε καμιά υπηρεσία. Ήμουνα πάντα ο Αντρέας ο Πατρινός, αντιεξουσιαστής με αρχίδια. Τι με εμπόδιζε να καλωσορίσω και να υποστηρίξω με θέρμη το νέο καθεστώς; Μόνο που σε κάθε βήμα μου, αυτοί είχανε ήδη κάνει δύο. Κάθε επιχείρηση που ετοίμαζα καταστρεφόταν πριν γεννηθεί. Τα βράδια έκλαιγα από τη λύσσα μου στα πόδια της Ευαγγελίας, ήθελα να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο κι αυτή καθόταν υπομονετικά και με κανάκευε. Δεν με αμφισβήτησε, δεν με κορόιδεψε˙ μόνο καθόταν και με άκουγε. Σαν Παναγία.


Εκείνο το βράδυ έριξα μια ματιά από το παράθυρο και τους είδα να έρχονται αποφασισμένοι. Κι ένιωσα ανακούφιση επιτέλους γιατί κατάλαβα πως τους περίμενα. Κατάλαβα πως δεν ήταν σύμπτωση που βρίσκονταν πάντα ένα βήμα μπροστά.
Εκείνη στεκόταν στην πόρτα αμίλητη. Γιατί; τη ρώτησα. Γιατί δεν είναι δίκαιο να είσαι ασφαλίτης. (Την πλησίασα). Μα ήρθες να μείνεις μαζί μου. Για να σε παρακολουθώ. (Σχεδόν την άγγιζα τώρα). Και να τους τα λες; Και να τους τα λέω. (Την αγκάλιασα σφιχτά για τελευταία φορά). Και δεν μ' αγάπησες ποτέ; ψιθύρισα. Πάντα σε αγαπούσα, Νάσο. Μα δεν μου το επέτρεπα.
(Τότε εγώ τη γύρισα τρυφερά, σαν να χορεύαμε κάπως, κόλλησα το σώμα μου στο σώμα της από πίσω, ανάσανα βαθιά το λαιμό της για τελευταία φορά, τράβηξα το σουγιά από την αρβύλα, παραμέρισα τα μαλλιά και της έκοψα την καρωτίδα).



Αυτά είχα να πω που δεν πρέπει να ξεχαστούνε. Να δώσετε το σημείωμα στον αδελφό μου, μαζί με τα υπόλοιπα. Εσείς πάρτε τ' αρχίδια μου. Ούτε ο Νάσος ο Κούκουρας, ούτε ο Αντρέας από την Πάτρα καταδέχονται να σαπίσουν στη φυλακή σας. Μπορεί να μου βουτήξατε το σουγιά, αλλά ξέρω κι άλλους τρόπους να πεθάνω. Χαιρετώ και σας περιμένω στην κόλαση. Γαμηθείτε, μουνόπανα! Λίγα τα ψωμιά σας.

ΕλΦ 2011

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Τα στάδια του πένθους

Άρνηση

Ο Στέφανος βγαίνει από την πλαϊνή πόρτα της βιοτεχνίας στο χωματόδρομο. Τραβάει το φερμουάρ του μπουφάν του μέχρι το λαιμό και βάζει τα χέρια στις τσέπες. Ο αέρας του ανακατεύει τα μαλλιά και του φέρνει σκόνη στα μάτια και το στόμα. Βλέπει μια πέτρα μπροστά στο αριστερό του πόδι και την κλωτσάει ανόρεχτα στην άκρη. Χτυπάει το κινητό του.
・    Παρακαλώ; Καλημέρα κύριε Σταματόπουλε! Τι μου κάνεις; Ναι, έξω είμαι. Μην τα συζητάς, παλιόκαιρος. Μας έχει τρελάνει αυτός ο βοριάς. Να φανταστείς, χτες βράδυ μας έσκισε την τέντα της βεράντας. Ναι, σου λέω! Ο πιτσιρικάς ξύπνησε κλαίγοντας από το θόρυβο και μας ξαγρύπνησε όλη νύχτα. Χε, χε, πού θα πάει θα μεγαλώσει κι αυτός. Ναι. Για πες μου. Έτοιμα είναι, κύριε Σταματόπουλε. Πιστεύω μέχρι το μεσημέρι θα τα 'χεις. Τα παραστατικά θα κόβανε από το λογιστήριο και θα φορτώνανε. Μην ανησυχείς, αφού σου είπα θα το κανονίσω. Ναι, σου λέω. Μίλησα στον Μπρατσάκη και δεν έχει αντίρρηση. Τόσα χρόνια πελάτης είσαι, έχουμε εμπιστοσύνη. Το ξέρω, κύριε Σταματόπουλε, κι εμείς τα ίδια τραβάμε. Έχουνε πέσει οι δουλειές πενήντα τα εκατό. Και οι επιταγές, από εξάμηνο και πάνω...
Ο δυνατός αέρας σκεπάζει τη φωνή του και, όπως κατεβαίνει τον γκρίζο δρόμο με το γκρίζο μπουφάν και τα γκρίζα του μαλλιά,  ανοιγοκλείνοντας το στόμα χωρίς ήχο, μοιάζει σαν ήρωας βουβής ταινίας. Κλείνει το κινητό και το βάζει στην τσέπη του. Μετά στέκεται φευγαλέα, το ξαναβγάζει και το απενεργοποιεί.



Θυμός

Το συνοικιακό σούπερ μάρκετ είναι σχεδόν άδειο, μεσοβδόμαδα, δέκα και είκοσι το πρωί. Δυο κοπέλες τακτοποιούν τα πράγματα σε αντικριστά ράφια και γελάνε με ένα προηγούμενο αστείο. Η πιο λεπτή βλέπει το Στέφανο που έρχεται προς το μέρος τους.
・    Ο άντρας σου, Ειρήνη. Πάω στην αποθήκη να φέρω οδοντόκρεμες.
Η Ειρήνη χαμογελάει στον άντρα της με νάζι. Εκείνος την πιάνει από το μπράτσο, χωρίς να της μιλήσει, και την τραβάει προς την έξοδο.
・    Πού με πας, αγάπη μου; Δεν μπορώ να βγω τώρα. Ο προϊστάμενος έχει φάει τα λυσσακά του από το πρωί, τρίτη φορά με βάζει να φτιάξω το ίδιο ράφι! Ψυχή δεν έχει πατήσει...
Εκείνος την αγνοεί και την παίρνει μαζί του έξω.
・    Δεν σου 'χω πει πως δεν θέλω να κάνεις παρέα μ' αυτήν; Έχει πάρει τη μισή Αργυρούπολη, πάει με όποιον την κεράσει μια μπύρα. Δεν γουστάρω να σε βλέπει ο κόσμος να της μιλάς!
Η Ειρήνη προσπαθεί να του εξηγήσει πως δεν κάνουν παρέα, συνάδελφοι είναι, λένε καμιά βλακεία να περάσει η ώρα. Πώς να την παλέψει τόσες ώρες ορθοστασία αν δεν χαζολογήσει λιγάκι;
・    Δε χρειάζεται να χαζολογάς! Είσαι παντρεμένη γυναίκα, έχεις μωρό παιδί. Να κάνεις τη δουλειά σου και να μη δίνεις δικαιώματα. Δεν θέλω να λένε πως η γυναίκα μου είναι χαζοχαρούμενη και κάνει παρέα με τσουλιά!
Η Ειρήνη γουρλώνει τα μάτια και καταπίνει το σάλιο της. Απλώνει το χέρι της να του φτιάξει τα μαλλιά που έχει ανακατέψει ο αέρας αλλά εκείνος την αποτρέπει.



Διαπραγμάτευση

・    Λέγε! Οσασούνα-Μάλαγα, άσσο ημίχρονο, χι τελικό; Ή να το παίξω όβερ;
Ο Στέφανος δεν απαντάει. Βγάζει το κινητό του και το ξαναενεργοποιεί. Τρεις αναπάντητες. Ειρήνη, γονείς και ένας άγνωστός του αριθμός. Από καμιά τράπεζα.
・    Πω, ρε πούστη, πάλι τον ξέχασα τον πατέρα μου! Κάτι του κάνανε με τη σύνταξη, εβδομήντα ευρώ λιγότερα του βάλανε αυτόν τον μήνα. Πρέπει να πάω στο ΙΚΑ να ρωτήσω.
Ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του και μετά αρπάζει το κινητό του και βγαίνει έξω. Καλεί έναν αριθμό και περιμένει να το σηκώσουν κόβοντας βόλτες στην πρασιά του πρακτορείου.
- Κύριε Γιώργο; Ο Στέφανος είμαι. Ο Τσίγκας, από τις πωλήσεις. Τι να κάνω, κύριε Γιώργο; Ήρθε ο Θωμάς πρωί-πρωί και μου είπε πως απολύομαι. Του λέω, το ξέρει ο κύριος Μπρατσάκης; Πως κάνεις το μάγκα στους εργαζόμενους; Εγώ είμαι έξι χρόνια στην εταιρία και φέρνω τις καλύτερες πωλήσεις...Ναι. Μου το είπε. Ναι, αλλά εγώ έχω γυναίκα και παιδί, τι θα τους πω; Η εταιρία μου κάνει περικοπές και από αύριο δεν θα έχουμε να πληρώσουμε το νοίκι; Εγώ του το 'πα και του Θωμά, δέχομαι να μειώσουμε και το μισθό - τα έξτρα, έτσι κι αλλιώς, τα κόψατε από πέρσι...Ναι, αλλά οι πελάτες μου...Θα το μετανιώσεις, κύριε Γιώργο, αυτοί εμένα θέλουνε, όπου πάω θα τους πάρω μαζί μου...Γελάς; Γέλα όσο θέλεις, δεν περίμενα μετά από τόσα χρονιά να...Εντάξει! Θα περάσω, λοιπόν, αύριο το πρωί να πάρω την αποζημίωσή μου...Τι εννοείς; Έξι χρόνια είμαι στην εταιρία, ένα μισθό για κάθε χρόνο δικαιούμαι, συν τα μπόνους τα περσινά...Ποια σύμβαση έληξε, κύριε Γιώργο; Αυτά μου είχες πει είναι τυπικά! Πως το κάνεις για να παίρνουμε την επιδότηση και πως εγώ είμαι καλυμένος!
Ο Στέφανος ουρλιάζει, η φωνή του ξεπερνά το βουητό του αέρα και αντηχεί στο συνοικιακό δρόμο σπαρακτική. Κλείνει το τηλέφωνο στη μέση της πρότασης, το κρατά μπροστά στο πρόσωπό του και το κοιτά με απορία. Το κουνάει δυο-τρεις φορές σαν να μην πιστεύει πως βρίσκεται στα χέρια του και, για άλλη μια φορά, το απενεργοποιεί.



Κατάθλιψη

Το υπόγειο μπαρ είναι πιο σκοτεινό κι από το δρόμο. Ο Στέφανος, σκαρφαλωμένος σε ένα σκαμπό, στέλνει μήνυμα. "Έχω πολλή δουλειά. Θα αργήσω. Μη με περιμένετε. Κοιμηθείτε. Φιλιά". Αποστολή στην Ειρήνη και απενεργοποίηση. Μπροστά του έχει ένα ποτήρι ουίσκι και ένα μπολ με ξηρούς καρπούς και φλούδια.
- Συγγνώμη, μήπως σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο;
Η γυναίκα πίσω από τη μπάρα είναι μέσης ηλικίας, ξανθιά, με όμορφα γαλάζια μάτια και πλούσιο μπούστο. Μιλάει τα ελληνικά σωστά, αλλά σπαστά, με μια προφορά βαριά και βόρεια. Τον ρωτάει αν το 'χει κόψει.
- Εκατό φορές, της απαντάει αυτός γελώντας. Αλλά σήμερα με βλέπω να το ξαναρχίζω.
Της δείχνει έξω την επιγραφή που βασανίζει ο αέρας.
Εκείνη σηκώνει τους ώμους, ακουμπάει μπροστά του τσιγάρα κι αναπτήρα κι έπειτα στηρίζει τους αγκώνες της στο μπαρ και το σαγόνι στις παλάμες της.
- Στεναχώριες;
Ο Στέφανος δεν της απαντά. Ανάβει ένα τσιγάρο, φυσά τον καπνό και τον κοιτάζει να διαχέεται στο χρωματιστό φως. Εκείνη περιμένει. Εκείνος χαμηλώνει τα μάτια στο πάτωμα. Όταν τα σηκώνει γυαλίζουν. Κι αρχίζει να της μιλάει για τον πατέρα του. Που γύριζε απ' την οικοδομή, πλενόταν έτρωγε, ξάπλωνε μια ώρα κι έπειτα έφευγε για το συνδικάτο. Γύριζε για να δει τις ειδήσεις των εννιά και μετά ξάπλωνε στην πολυθρόνα με ένα βιβλίο μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Κάθε μέρα. Τα Σάββατα τους πήγαινε, αυτόν και τη μάνα του, στην πλατεία για πίτσα και την Κυριακή στους γονείς της για το καθιερωμένο τραπέζι. Κάθε βδομάδα. Το καλοκαίρι στους δικούς του γονείς στο χωριό, δεκαπέντε μέρες τον Αύγουστο. Κάθε χρόνο.
- Και τι κατάλαβες; του 'λεγα όταν μεγάλωσα. Από τη ζωή σου κι από τους αγώνες σου; Ξύπνα, του 'λεγα. Οι καιροί άλλαξαν. Τα αφεντικά δεν είναι όπως παλιά, τώρα τον σέβονται τον εργαζόμενο, εκτιμούν τα πτυχία του, τη δουλειά του. Εγώ που δουλεύω πληρώνομαι, του 'λεγα. Οι τεμπέληδες τρέχουν στα συνδικάτα και τα ταμεία ανεργίας.
Σταματά να μιλά, σκύβει το κεφάλι του στα χέρια του κι αρχίζει να κλαίει. Με λυγμούς και παράπονο, σαν μικρό παιδί. Η γυναίκα τα χάνει προς στιγμήν κι ύστερα απλώνει το χέρι της και του χαιδεύει τα μαλλιά καθησυχαστικά, με κατανόηση.
- Με απέλυσαν, της λέει σαν να μη μπορεί να το πιστέψει. Με διώξανε. Κι ούτε αποζημίωση, ούτε ΟΑΕΔ, ούτε τίποτα. Πώς θα το πω στην Ειρήνη; Τι θα τους πω;
Εκείνη του ξαναγεμίζει το ποτήρι, ανάβει ένα τσιγάρο και του το δίνει.



Αποδοχή

- Έλα, πατέρα. Σε ξύπνησα;
Ο Στέφανος βάζει μπρος το αυτοκίνητο και μιλάει στο κινητό ενώ ξεπαρκάρει.
- Όχι, μωρέ, δεν θα πάω σήμερα στη δουλειά, θα στα πω από κοντά. Όχι, βρε, μην ανησυχείς, μια χαρά είναι και οι δύο. Θα περάσω το μεσημέρι από κει, θα τον πάρω από το σταθμό και θα στον φέρω να φάμε. Πες στη μαμά να κάνει χάντρες, ξέρει αυτή. Να σου πω. Πάω απ' το ΙΚΑ να ρωτήσω για τη σύνταξη και μετά λέω να κατεβώ από το σωματείο μου. Ναι, να γραφτώ. Πώς τον λένε εκείνο τον γνωστό σου, που μου 'λεγες; Κάτσε, ρε πατέρα, μια στιγμή να το σημειώσω...




 
 
 
ΕλΦ 2011

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Κι αν, όμως;



Κι έπειτα τον είδε μπροστά της και ήξερε πως τίποτα πια δεν θα μπορούσε να είναι όπως πριν. Τα πρωινά στο μετρό δίπλα στους νυσταγμένους οποιουσδήποτε και τα απογεύματα με τα μελαγχολικά τους χρώματα. Ούτε η μέρα, ούτε η νύχτα, ούτε η σιωπή, ούτε η μουσική. Όλα θα ήταν τώρα πιο λαμπερά και πιο εύσχημα, χρωματισμένα εκτυφλωτικά από την αναπάντεχη παρουσία του. Το μυαλό της θα ταξίδευε στα πιθανά και τα όνειρά της θα γέμιζαν μπαλόνια και παλιομοδίτικα παγωτά, γλυκούς καφέδες και κιθάρες ξεκούρδιστες.

Λες να; Μπα, όχι. Κι αν, όμως; Ε, τότε…!

Το παιδικό αστείο συνόδευε τα βήματά της σε κάθε ρυθμό, αλαφιασμένο ή της περισυλλογής. Κι αν, όμως;

Τι ήταν αυτό που υπαγόρευσε το Μπα, όχι; Μια συστολή καλής ανατροφής. Ένα άκαιρο τηλεφώνημα που επανέφερε την πραγματικότητα. Το νάζι κάθε υποψήφιας μοιραίας. Και μια λαχτάρα που μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε. Η λαχτάρα που παραλύει.


Κι έπειτα τον είδε ξανά μπροστά της και ήξερε πως τίποτα πια δεν θα μπορούσε να είναι όπως πριν. Οι μέρες, οι νύχτες, οι σιωπές και οι μουσικές. Τον είδε ξανά μπροστά της και θυμήθηκε τα χρώματα των πιο εκτυφλωτικών ονείρων της. Και φαντάστηκε τα γέλια και τα χαμόγελα, τις συνένοχες ανάσες και τη χαλαρότητα των στιγμών. Κι είπε αποκλείεται να τα χάσω αυτά, για όλες τις καλές ανατροφές και τα νάζια του κόσμου. Κι έκλεισε το τηλέφωνο να μην την επαναφέρει. Κι άφησε τη λαχτάρα της να την οδηγεί. Με σταθερά βήματα και ρυθμό απαράλλαχτο: Ε, τότε…!


ΕλΦ 2012


Δημοσιεύτηκε στο Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας 

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Μια συνάντηση σε ουδέτερο έδαφος





Μερικές φορές αρκεί απλά ένας οιωνός, σαν αυτούς που λες πως συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. Δεν είχα προλάβει να κάτσω, αναστατωμένη, αμήχανη, αναποφάσιστη μα φαινομενικά αυτοκυρίαρχη, και η κοπέλα στο διπλανό τραπέζι αστράφτει στο συνοδό της ένα χαστούκι! Ξεγυρισμένο, που θα ‘λεγε κι η μάνα μου.

Όλο το μαγαζί γύρισε και τους κοίταξε αυθόρμητα κι έπειτα όλοι κάναμε πως κοιτάζουμε αλλού, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, άλλος να ξεκκοκαλίζει το παϊδάκι του, εγώ να κάνω πως ψάχνω το κινητό μου στην τσάντα και τα γκαρσόνια έντρομα να σχεδιάζουν την εκτόνωση της κρίσης, τι θα γίνει μετά;

Όλα αυτά αστραπιαία, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, η τύπισσα κάνει την αναμφισβήτητη δήλωσή της, αφήνει το πλήθος άναυδο και τον άντρα μαρμαρωμένο, αρπάζει τσάντα, καμπαρτίνα και κατευθύνεται αυτάρεσκα προς την έξοδο. Αυτός, ένας ωραίος τριανταπεντάρης μελαχρινός, την κοιτά για μια στιγμή με κάτι σαν απεριόριστο θαυμασμό και τρέχει ξοπίσω της να την προλάβει.

Μακάρι να ‘ξερα τι της είπε, πώς την κατάφερε, πάντως τώρα την έχει βγάλει στην αυλή και φοβάμαι πως, αργά ή γρήγορα, θα την ξανακάτσει στο τραπέζι, μετανιωμένη, εκτονωμένη και σκλάβα του έρωτά του για πάντα.

Ούτε που νοιάστηκε για τον κόσμο που τους παρακολουθεί, λες και τον είχε χαστουκίσει στο σαλόνι του, λες κι αυτό είναι ένα παιχνίδι που αφορά μόνο την πάρτη του. Τώρα μπαίνει πάλι μέσα, κάνει ένα νόημα στον ταβερνιάρη και παίρνει τα ποτήρια τους και το μπουκάλι το κρασί έξω. Αυτή κάθεται σε ένα τραπέζι της αυλής με το κεφάλι κατεβασμένο και τους ώμους σκυφτούς. Αυτός βγάζει το σακάκι του και της το ρίχνει στην πλάτη. Σηκώνει τα μάτια και τον κοιτά και σκέφτομαι τον πούστη, δεν πήγε να φέρει την καμπαρτίνα της παρά της πρόσφερε το δικό του σακάκι, είναι από αυτούς τους άντρες που ξέρουν όλες τις σωστές κινήσεις, δεν έχει καμιά ελπίδα η χριστιανή. Αν καταφέρει και την ψήσει μετά το δημόσιο χαστούκι, σε όλη της τη ζωή θα την έχει από κάτω.

Εμείς, εντωμεταξύ, η υπόλοιπη ταβέρνα, θαμώνες και προσωπικό, τους κοιτάμε μέσα από τις τζαμαρίες σαν σινεμά. Καθένας με τις σκέψεις του, φαντάζομαι, και τα στοιχήματά του. Εγώ το ‘χω ξαναδεί το έργο πολλές φορές, οι άλλοι ίσως όχι. Τους ακούω που ψιθυρίζουν χαμηλόφωνα και σχολιάζουν, οι κυρίες αναθαρρημένες από την τολμηρή, οι άντρες θορυβημένοι παριστάνουν τους καμπόσους, άσε ρε, που θα τολμήσει η γκόμενα να με χαστουκίσει στην ταβέρνα κι εγώ θα τρέξω πίσω της - ένας θα τη βουτήξει απ’ τα μαλλιά και θα της χώσει τη μούρη στο πιάτο, άλλος θα την αφήσει, σκασίλα του για τις καριόλες, όλες ίδιες είναι. Ο πιο επιβλητικός, με μουστάκι και κουστούμι, μέχρι που θα της στείλει και εξώδικο για το λογαριασμό.

Ηρωίδα ή σκύλα, οι θαμώνες της λαϊκής ταβέρνας λογοφέρνουν για το ποιόν της ανυποψίαστοι. Κανείς τους δεν γυρνά να κοιτάξει εκείνον, ωραίο, μελαχρινό και σίγουρο για τον εαυτό του, που δεν τους χαλαλίζει ματιά, δε φαίνεται να νιώθει την παραμικρή αμηχανία για το ρεζίλι του, μόνο τη γυροφέρνει με σύστημα, εντείνει την καμουφλαρισμένη πολιορκία του μέχρι να την ισοπεδώσει.

Το έχω ξαναδεί αυτό το έργο, το είπαμε. Χρόνια πρωταγωνιστώ και χρόνια την πατάω. Και χαστούκι έριξα και αίτηση διαζυγίου έκανα κι ένα βράδυ μάζεψα ό,τι βρήκα στη βαλίτσα μου και πήγα να κοιμηθώ στο ξενοδοχείο. Δηλώσεις ανεξαρτησίας και τσαμπουκά, δε θα με κάνεις εσύ ό,τι θέλεις, πόσα μπορεί πια να ανεχτεί ένας άνθρωπος; Και κάθε φορά μ’ έφερνε πίσω, κάθε φορά και πιο εύκολα, ένα τηλέφωνο να βρεθούμε να συζητήσουμε, μία συνάντηση σε ουδέτερο έδαφος - εγώ δεν διανοούμαι να κάνω σκηνές δημοσίως - ούτε ένα συγγνώμη απ’ τη μεριά του. Ποτέ. Πάντα πηγαίνω περιμένοντας να απολογηθεί και πάντα καταλήγουμε να αναλύουμε το φταίξιμό μου.

Ωραίος και σίγουρος για τον εαυτό του, με τα ζητήματά του λυμένα, τις δικαιολογίες του απροβάριστες, να παρατάσσονται αυτονόητες και δεδομένες και να μ’ αφήνουν χωρίς ούτε ένα τόσο δα επιχείρημα από τα τόσα, τα πραγματικά, που θα μπορούσα να του προτάξω.

Όχι όμως αυτή τη φορά. Σήμερα θα νικήσω εγώ. Τα καταφέρνω στη δουλειά, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου, θα τα καταφέρω και μ’ αυτόν. Θα αντιπαρέλθω τις γοητείες και τα κολπάκια του. Αυτή τη φορά θα τον αντιμετωπίσω, θα τον νικήσω και θα ανοίξω πανιά για νέες, αφουρτούνιαστες θάλασσες.

Το ολοκαίνουριο, αποφασισμένο μου βλέμμα πιάνει κίνηση στην αυλή, τους ξέχασα αυτούς. Μακάρι να αντέξει, μακάρι να τον κοιτάξει τρυφερά, με φυσική ανωτερότητα, να πληρώσει γαλαντόμα το λογαριασμό και να φύγει!

Νοτ ίβεν κλόουζ. Την οδηγεί μέσα με σιγουριά. Προπορεύεται κρατώντας τα ποτήρια κι εκείνη τον ακολουθεί τυλιγμένη στο σακάκι του. Κάθονται στο τραπέζι τους κι ο σερβιτόρος, σαν να μην έχει μεσολαβήσει τίποτα απ’ αυτά, τους φέρνει καινούριο μπουκάλι κρασί και το δίσκο με τα ορεκτικά να διαλέξουν.

Πρέπει να φύγω γρήγορα! Πρέπει να προλάβω, να γλιτώσω, να νικήσω αυτή τη φορά κι ο μόνος τρόπος είναι να μην του επιτρέψω να με χειραγωγήσει. Ωραίος και σίγουρος για τον εαυτό του, πρέπει να φύγω γρήγορα, να μην προλάβω προπαντός να τον δω.

Ψάχνω απελπισμένη τον σερβιτόρο, σηκώνομαι, μαζεύω με φούρια τα πράγματά μου να φύγω, μακάρι να προλάβω προτού να έρθει! Γκαρσόν!

«Γεια σου, όμορφη. Άργησα λίγο, έμπλεξα στη δουλειά. Έχω αναλάβει ένα απίθανο πρότζεκτ…».

Και ξανακάθομαι παραδομένη.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Το ζευγάρι στη γωνία





Αν ακούσω άλλη μια φορά αυτό το τραγούδι θα κάνω εμετό, το ορκίζομαι. Όπου μπαίνω παίζει, μα σε καφετέρια, ψιλικατζίδικο, ασανσέρ, το ίδιο και το ίδιο, «σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς, αγαπιόμαστε». Ήμαρτον, Παναγία μου, πια, άλλο στίχο δε μπορούνε να βρούνε, κι αυτή η μουσική ντάπα-ντούπα, μου τρυπάει τον εγκέφαλο.


Εντωμεταξύ, ήρθα πάλι ένα τέταρτο νωρίτερα, δε βάζω μυαλό με τίποτα, αφού ο Βαγγέλης, όταν λέει κατά τις οκτώμισι εννοεί εννιά παρά δέκα, εγώ γιατί στήνομαι να τον περιμένω σαν το γίδι;


Κι αυτό το μαγαζί, τι μανία τον πιάνει, τώρα που θα τελειώσει το γλυκανάλατο θα αρχίσουν τα λαϊκά, μια πλατεία γεμάτη κομψά καφέ κι εμείς πάντα ραντεβού στην τρύπα με τους καμένους. Ο μπουφετζής χασμουριέται, η γκαρσόνα με τα εφαρμοστά κι όλο το στήθος έξω, δυο-τρεις κακάσχημοι διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί απολύτως απορροφημένοι από τα δελτία του στοιχήματος. Κι ένα ζευγάρι στη γωνία που προφανώς τσακώνεται.


Δεν ταιριάζω εγώ εδώ μέσα, με τίποτα λέμε. Με τα ρουχαλάκια μου κομψά και μοντέρνα, τα μαλλάκια μου καλοχτενισμένα, τα νύχια μου πεντακάθαρα! Είμαι μια τέλεια παραφωνία, σαν τη μύγα μες το γάλα, σαν την αρχόντισσα στη φτωχογειτονιά, σαν λάθος νότα στο σουξέ της εποχής που παίζουν τα μεγάφωνα – άστοχη παρομοίωση, σάμπως παίζει και καμιά νότα σωστή αυτή η αηδία;


Άντε, ρε Βαγγέλη, βαρέθηκα! Και δεν έχει και κανένα περιοδικό να χαζέψω, μόνο αθλητικές εφημερίδες ευδοκιμούν εδώ μέσα.


Ας κάτσω λίγο πιο λοξά για στυλ (και για να μην πατικώνω τον ποπό μου και κατσιάσει απ’ τα τριάντα μου), και για να μπορώ να ρίχνω και καμιά ματιά στο ζευγάρι της γωνίας. Στον άντρα, δηλαδή, γιατί τη γυναίκα τη βλέπω πλάτη. Άλλος άσχετος με το χώρο. Πω πω, τι ωραίο παιδί! Καλοκουρεμένος, ελαφρώς αξύριστος, μ’ ένα λευκό πουκάμισο και ωραίο ρολόι! Αχ, δε βλέπω τα παπούτσια του, τον άντρα, λέει, τον κρίνεις απ’ τα παπούτσια, αυτός είμαι σίγουρη θα φοράει μοκασίνια χρώματος ταμπά.


Ο Βαγγέλης πάλι, θα ‘μια τυχερή αν έρθει με τα αθλητικά, τώρα που ζέστανε ο καιρός, μπορεί να σκάσει και με καμιά παντόφλα! Πού να του πω να πάμε, για κανένα φαγητό μάλλον, λες να τον καταφέρω για το κινέζικο; Βαριέμαι όλο σουβλάκια και κρέατα, αυτός σίγουρα θα θέλει να κάτσουμε εδώ και μετά να πάμε σπίτι του. Καλέ! Το ζευγάρι της γωνίας τσακώνεται για τα καλά τώρα! Αυτή τα ‘χει πάρει τελείως, τι λέει; Δεν ακούω τίποτα, γαμώτο με τα σκυλάδικα που παίζει εδώ μέσα! Να τη σηκώθηκε. Ά πα πα, σαν φώκια είναι! Πώς τα καταφέρνουν όλες οι ασουλούπωτες και καβατζώνουν τα καλύτερα παιδιά, στραβός είναι ο άνθρωπος, δε βλέπει τα χάλια της, θα μου πεις κι εσύ που βλέπεις τα χάλια του Βαγγέλη τι κάνεις, τον παρατάς; Εγώ είμαι τριάντα, μάνα μου, ένας Βαγγέλης μου πέφτει, σάμπως θα βρω καλύτερο, κι όταν τον πιάνουν τα τρυφερά του, το πουλάκι μου…


Α! Τον χαστούκισε η κακούργα! Τι σφαλιάρα ήταν αυτή! Άστραψε και βρόντηξε, μιλάμε! Α τον έρμο, τι του ‘μελλε να πάθει στο καταγώγιο της Φωκίωνος Νέγρη! Να τη, φεύγει. Παιδιά, τον παράτησε! Θράσος απύθμενο η φώκια! Πού πας, μαντάμ, και τον αφήνεις χαστουκισμένο, σαν τα κρύα τα νερά είναι το παλικάρι. Λες να τρέξει πίσω της; Όχι, ρε συ, αν τρέξει θα την ψωνίσω. Α, ρε Βαγγέλη, σφαλιάρα που σου χρειάζεται! Όχι, δε φεύγει. Αχ, με κοιτάει! Έλα δω, αγόρι μου, να σε παρηγορήσω εγώ. Καλέ! Με κοιτάει! Λες να του χαμογελάσω; Ή να του κάνω νόημα;


«Τι έγινε, μωρό, άργησα πέντε λεπτά και ψάχνεις αντικαταστάτη;»

Δεν άργησες πέντε λεπτά, Βαγγέλη. Εικοσιπέντε άργησες. Και μου εμφανίστηκες αγουροξυπνημένος, φρεσκομπανιαρισμένος και με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Γαμώ τη γκίνια μου, δε μπορούσε ν’ αργήσει άλλα δέκα! Δε βαριέσαι, παλιοζωή. Τώρα «τι είναι αυτά που λες, αγάπη μου» και γούτσου-γούτσου μπας και τον ψήσω για το κινέζικο. Που είμαι και τόσο κομψά ντυμένη.


Αμ δε! Ο Βαγγέλης έχει άλλα σχέδια. «Μωρό, δεν παραγγέλνω, δεν τα υπολόγισα καλά. Θα σε πάω σπίτι κι εμένα με περιμένουν στου Αλέκου, παίζουμε τσάμπιονς λιγκ σήμερα και θα μαζευτούμε όλοι. Άντε, ν’ αράξεις κι εσύ να ξεκουραστείς κι αύριο πού θα το πάω εγώ το μωράκι μου; Στην Πεντέλη θα το πάω για παϊδάκια, που είναι και ρομαντικά».


Άντε γαμήσου, Βαγγέλη! Κι εσύ και τα παϊδάκια κι ο Ολυμπιακός! Κοίτα τώρα, ανοίγει και την αθλητική! Δεν αντέχω άλλο, ρε πούστη μου, θα του σπάσω τα μούτρα του μαλάκα, μα το θεό, θα του ρίξω μπουνιά! Πάω λίγο τουαλέτα κι έρχομαι, του λέω, να ρίξω τουλάχιστον λίγο νερό στο πρόσωπό μου, γιατί δε μου γλιτώνει σήμερα, μαύρο θα τον κάνω!

Με χάρη, έτσι, όμορφα, ωραία, έφτασα, ουφ! Κοίτα τι όμορφη που είμαι, θα τον παρατήσω το βλάκα, εδώ η φώκια παράτησε τον παίδαρο, θα κάτσω εγώ με το Βαγγέλη;





Ο παίδαρος μπήκε στο «Γυναικών» τρία δευτερόλεπτα πίσω μου. Με κοίταξε που στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη και μου είπε «γεια». Εγώ δεν είπα τίποτα. Πλησίασα τόσο κοντά του που μπορούσα να νιώσω τη στύση του. Τον έπιασα από το χέρι και τον τράβηξα μέσα στην τουαλέτα. Αυτός με κόλλησε απάνω του και με φίλησε μέχρι που μου κόπηκε η ανάσα. Τότε έσκυψα, άνοιξα το φερμουάρ του και του πήρα μια πίπα να ‘χει να θυμάται. Τα κατάπια, τον κούμπωσα, σηκώθηκα και τον κοίταξα στα μάτια. Με φίλησε ξανά, τρυφερά κι αλησμόνητα, κι έπειτα έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε μια κάρτα. Θέλω να σε ξαναδώ, μου είπε κι έφυγε.

Άσε μας, ρε Βαγγέλη με τον Ολυμπιακό!





Έτσι θα τέλειωνε η μικρή μου αφήγηση, αν ο συγγραφέας της ήταν άντρας. Είναι όμως γυναίκα. Οπότε τα πράγματα έγιναν ως εξής:

Πήγα στην τουαλέτα και κατούρησα, χωρίς να με ακολουθήσει κανένας. Γύρισα στο Βαγγέλη που είχε ήδη πληρώσει και με περίμενε με ανυπομονησία. Μπήκαμε στο αμάξι του, με πήγε σπίτι μου, με φίλησε βιαστικά και μου είπε: «Μωρό, αρχίζει δέκα παρά τέταρτο, μην τυχόν και δεν το δεις, αφού ξέρεις, είσαι το γούρι μας».

Ανέβηκα στο διαμερισματάκι μου, γδύθηκα, ξεβάφτηκα, φόρεσα πιζάμες, πήρα από το ψυγείο μου ένα γιαούρτι με μούσλι κι έκατσα στον καναπέ να δω το ματς.

Όχι, δε θα το δω, ρε! Θα το γυρίσω στο άλλο που έχει Νοικοκυρές σε απόγνωση. Ό,τι γουστάρω θα κάνω. Κι αν με ρωτήσει αύριο θα του πω πως δεν μπορώ να κάθομαι εγώ να βλέπω ποδόσφαιρό επειδή έτσι αρέσει σε σένα! Είμαι ανεξάρτητη γυναίκα εγώ. Ό,τι γουστάρω θα κάνω!

Άσε μας, ρε Βαγγέλη, με τον Ολυμπιακό!


(Ελένη Φουρνάρου, 2011)

Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

My summer song 2011



Σαν πολύ καιρό δεν έχουμε να τα πούμε;
Υπόσχομαι να επανορθώσω.
Καλό καλοκαίρι, παιδιά!

Blog ποικίλης ύλης...

...και μάλλον προβοκατόρικο.