Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Εις μνήμην!

Το καλοκαίρι 2008 έφτασε στο τέλος του. Να ζήσουμε να το θυμόμαστε και εις άλλα με υγεία.


Προχτές βγήκαμε με τη wilma να κάνουμε μια σύντομη ανασκόπηση.


Σταυροπόδι πάνω στα ψηλά σκαμπό και με τις μαργαρίτες ν’ ανθίζουν στη μπάρα, καταλήξαμε πως αυτό που μας κρατάει σώες κάθε χρόνο είναι οι σταθερές των καλοκαιριών μας που αντέχουν αιώνια.


Το ότι έχουμε η μια την άλλη – αυτό ήταν το 22ο κοινό μας καλοκαίρι. Δεν είναι λίγο.


Το ότι μας συμβαίνουν πάντα αναπάντεχα πράγματα για να ‘χουμε να λέμε.


Το ότι 22 χρόνια τώρα συζητάμε για το ίδιο διαχρονικό θέμα..

(- Τους άντρες; - Όχι, το Κυπριακό.)


Είναι ωραίες οι σταθερές αξίες της ζωής. Να ‘χεις κάπου να γείρεις το μυαλό σου όταν τρελαίνεται.


Και προς το τέλος της βραδιάς, αποφασίσαμε να αφιερώσουμε από κοινού τη σημερινή ανάρτηση στο τέλος του καλοκαιριού μαζί με τη χαρακτηριστικότερη και σταθερότερη όλων των καλοκαιρινών αξιών:

Την εικόνα ενός μαυρισμένου ατίθασου αγοριού που βγαίνει απ’ το νερό γεμάτο αυτοπεποίθηση.


Ladies and gentlemen, στη μνήμη του καλοκαιριού 2008,

ο Matthew Mc Conaughey!







ΥΓ1 Sorry guys, αλλά μπαίνουν και γυναίκες στα μπλογκς και μας έχετε τσακίσει στις Μόνικες.

ΥΓ2 Sorry κορίτσια, πάω μια στιγμή να του ρίξω μια πετσετούλα μην πουντιάσει.

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2008

Promotion στεγνό.

Για σας που δεν έχετε διαβάσει τις mikroastes και βαριέστε να πατήσετε το λινκ δίπλα, αναρτώ το πρώτο κεφάλαιο. Η νέα τηλεοπτική σεζόν οσονούπω ξεκινάει και πρέπει ως σοβαροί επαγγελματίες να κάνουμε τον προγραμματισμό μας.

Μικροαστές η Εισαγωγή, λοιπόν. Ή Κεφάλαιο Μηδέν: "Μούντζωσ' τα".

Όταν είσαι είκοσι χρόνων σου φαίνεται πως βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου και το άπαν Σύμπαν περιστρέφεται γύρω σου. Άσε που, μερικές φορές, συνωμοτεί κι όλας για να σε βοηθήσει.

Δεν έχεις κι άδικο. Πέρα απ’ τη χαρακτηριστική αισιοδοξία της ηλικίας σου, που κάνει τα πάντα ν’ αστράφτουν, η ζωή σου είναι όντως ωραία. Σπουδάζεις ή μόλις άρχισες να δουλεύεις, ζεις ακόμα με τους δικούς σου ή στο φοιτητικό διαμέρισμα που εκείνοι πληρώνουν, έχεις ξεφορτωθεί τα σπυράκια και την άχαρη περπατησιά της εφηβείας, βγαίνεις κάθε βράδυ, μπορεί να ‘χεις μόλις κάνει ανταύγειες και σου λείπουν τα προβλήματα: ασχολείσαι μόνο με τον έρωτά σου ή, έστω, με την κατάστρωση της αλάνθαστης στρατηγικής που θα σε οδηγήσει στο να τον αποκτήσεις. Είσαι μια χαρά, όπως λες κι εσύ. Μερικές φορές έχεις αρχίσει να την ψυλλιάζεσαι πολιτικά και να φλερτάρεις με τα κόμματα και τις φοιτητικές παρατάξεις, ακούς φανατικά συγκεκριμένες μουσικές κι απορρίπτεις όλες τις άλλες, υποστηρίζεις οπωσδήποτε μια ποδοσφαιρική ομάδα που κερδίζει ή χάνει ανάλογα με τον διαιτητή, πάντως εσύ δεν την πουλάς. Γενικά δεν πουλάς τίποτα. Έχεις άποψη και τη διατυμπανίζεις με τα λόγια σου, το ντύσιμό και τη συμπεριφορά σου.

Δεν είσαι βλήμα, βέβαια. Διαπιστώνεις πως τα πράγματα γύρω σου είναι σκούρα – ανεργία, διαζύγια, καταστροφή του περιβάλλοντος, AIDS – όμως, ξέρεις καλά πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα συμβεί σε σένα. Γι αυτό οπλίζεσαι με πτυχία, ξένες γλώσσες, προϋπηρεσία κι υπομονή. Γιατί μέχρι τα τριάντα πέντε σου, το πολύ, προγραμματίζεις να έχεις τα εξής: μια πλήρη οικογένεια με σύζυγο και δύο παιδιά, ένα σπίτι στα προάστια, ένα αυτοκίνητο των 30.000 ευρώ, οπωσδήποτε μια πολύ καλή θέση σε πολυεθνική επιχείρηση με τα ανάλογα extra ή ένα μπαρ στο Κολωνάκι ή μια καριέρα στο θέατρο ή μια έδρα στο Πανεπιστήμιο και προπαντός ένα σκύλο.

Εντωμεταξύ ξενυχτάς, πίνεις, καπνίζεις, τρως βρωμιές, δοκιμάζεις ναρκωτικά και δεν σε νοιάζει γιατί το δέρμα σου είναι ακόμα σφιχτό και τα δόντια σου άσπρα κι έχεις πολλά, πολλά, πολλά χρόνια μπροστά σου ώστε να ωριμάσεις και να σοβαρευτείς.

Στα τριάντα σου τώρα – μη γελάτε – στα τριάντα σου, λέω, οι νόμοι του Σύμπαντος που υποτίθεται πως δουλεύουν για πάρτη σου δεν είναι τόσο ορατοί. Αντίθετα ανακαλύπτεις τον νόμο του Μέρφυ όπου «όταν κάτι μπορεί να πάει στραβά θα πάει». Έχεις φάει τόσες πολλές χυλόπιτες σε προσωπικό, κοινωνικό κι επαγγελματικό επίπεδο που τείνεις πια ν’ απομυθοποιήσεις τα πάντα. Η φανταστική δουλειά σου; Ατέλειωτες ώρες, λίγα λεφτά, ο κάθε βλάκας πάνω απ’ το κεφάλι σου με το μακρύ του και το κοντό του… Θυμάσαι, όμως, τότε που έψαχνες και πότε δεν είχες τα προσόντα, πότε είχες πάρα πολλά, ποτέ δεν έβρισκες τις κατάλληλες γνωριμίες – δεν βαριέσαι, πού να τρέχεις τώρα, εδώ θα κάτσεις και θα κάνεις το κορόιδο, οπωσδήποτε υπάρχουν και χειρότερα.

Αμ, ο έρωτας; Που συναντάς το ένα φρικιό μετά το άλλο, παραξενιές, ιδιοτροπίες, μια πηχτή βλακεία που αιωρείται και σε ξενερώνει, ή θα τα πηγαίνετε καλά στο σεξ και θ’ αλληλοσπαράζεστε σε όλα τα υπόλοιπα ή που θα έχεις βρει την αδελφή ψυχή αλλά το λίμπιντό σου δεν το ‘χει καταλάβει.

Μπορεί να έχεις ήδη παντρευτεί και να ‘χεις χωρίσει. Ή να ετοιμάζεσαι. Μπορεί και να ‘χεις παιδιά, οπότε βράσ’ τα. Ακόμα-ακόμα, μπορεί να ‘χεις βρει έναν άνθρωπο με τον οποίο συνεννοείσαι και σ’ εξιτάρει κιόλας, βρε αδερφέ, αλλά πότε να τον εκτιμήσεις; Πάει ο καιρός που οι έρωτες τρέφονταν με λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και πολλή μελοποιημένη καψούρα. Τώρα δουλεύετε κι οι δυο δωδεκάωρα και πάλι δεν σας φτάνουν. Κι όσο κι αν αγαπάς, μετά από αρκετό καιρό αλλεπάλληλου στρες, βλέπεις τον άλλον μπροστά σου και δυσκολεύεσαι να θυμηθείς τι του βρήκες.

Μούντζωσ’ τα. Ή μάλλον όχι. Ένας κανονικός άνθρωπος είσαι. Σαν και μένα. Σαν τους φίλους μου. Σαν όλους τους υπόλοιπους κανονικούς ανθρώπους. Κι αυτό είναι τελικά το χειρότερο και πιο καθοριστικό που σου συμβαίνει όταν γυροφέρνεις τα τριάντα: διαπιστώνεις και, αναγκαστικά, αποδέχεσαι την κανονικότητά σου. Δεν είσαι κάτι ξεχωριστό. Ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω σου. Κι, αναπόφευκτα, το παντοδύναμο Σύμπαν αγνοεί την ταπεινή ύπαρξή σου. Στα παπάρια του, μωρό μου.

Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Μήδεια και άλλα τερπνά.


Το προηγούμενο ΣΚ, ανάμεσα σε άλλα που έκανα και δεν είναι της παρούσης, πήγα και στο θέατρο της Επιδαύρου.


Είδα τη Μήδεια του Βασίλιεφ με Κονιόρδου, Ψαρρά κλπ, παράσταση για την οποία έγινε χαμός. Ο σκηνοθέτης είχε επιλέξει να την παρουσιάσει με μια δική του ματιά, τύπου μοντέρνα, και οι θεατές δεν το άντεξαν.


Βάλε ότι διαρκούσε και τρεισήμισι ώρες, από τη μέση περίπου και μετά άρχισαν τα όργανα. Οι μισοί να γελάνε και να κράζουνε, οι υπόλοιποι να βρίζουν νεόπλουτους και γαϊδούρια αυτούς που βρίζανε, έγινε το αρχαίο θέατρο ΟΑΚΑ.


Σε κάποια στιγμή, δε, ο νεαρός Ιάσωνας, προσπαθώντας να πενθήσει λίγο άκομψα τα νεκρά παιδιά του, γύρισε προς το κοινό και φώναξε «Έλεος» για να πάρει την πληρωμένη απάντηση «Αυτό λέμε κι εμείς».


Η παράσταση ήταν διαφορετική. Εγώ δεν ενθουσιάστηκα, αλλά ούτε και πειράχτηκα από τους μοντερνισμούς. Βρήκα κάποια καλά στοιχεία, βαρέθηκα με κάποια άλλα και γενικά θεωρώ ότι οι συντελεστές το φοβήθηκαν. Κι αφού είχαν επιλέξει ένα ύφος έπρεπε να το υποστηρίξουν περισσότερο.


Φίλος ηθοποιός που συμμετείχε και τον συνάντησα μετά, επιβεβαίωσε πως οι περισσότεροι συνάδελφοί του δεν πίστεψαν στο εγχείρημα και, προσπαθώντας να σώσουν το τομάρι τους από τις αποδοκιμασίες, δεν στήριξαν μέχρι τέλους την άποψη του σκηνοθέτη.


Πέρα από την αξία της δουλειάς, η συζήτηση με την παρέα μου περιστράφηκε γύρω από το κράξιμο αυτό καθαυτό. Είναι σωστό να εκφράζεις την αντίθεσή σου εν ώρα παράστασης; Να φωνάζεις και να κοροϊδεύεις τον κόπο του άλλου; Ή μήπως, τελικά, έχεις την υποχρέωση να κάνεις ακριβώς αυτό ώστε να πάρει ο δημιουργός το feed back και να συνεχίσει τη δουλειά του αναλόγως;


Αν δεν υπήρχαν προκλητικοί και τολμηροί καλλιτέχνες πιθανώς θα ζωγραφίζαμε ακόμα βουβάλια στις σπηλιές. Αλλά αν και ο κάθε τυχάρπαστος με αμφισβητούμενα κριτήρια μπορεί να καθορίσει την πορεία ενός έργου θα βλέπαμε στο θέατρο μόνο τον Σεφερλή.


Ο σκηνοθέτης, παρεπιπτόντως, ισχυρίστηκε πως έτσι πρέπει να είναι μια καλή παράσταση: να προκαλεί αντιδράσεις.


Κι εγώ συμπληρώνω: ναι, αλλά αυτές πρέπει να εκφράζονται με αυτόν τον χουλιγκάνικο τρόπο;


Δεν είναι ρητορική ερώτηση. Είναι πραγματική. Θέλω να μάθω τη γνώμη σας. Για να το συζητήσουμε.


(Για την ιστορία, η επόμενη, μετά τα γεγονότα της Επιδαύρου, παράσταση της Μήδειας συμμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό με τα κλασικά πρότυπα που απαιτεί το κοινό. Φαίνεται πως σε αυτή την περίπτωση οι χουλιγκάνοι νίκησαν).


Και, εντωμεταξύ, για να επιστρέψουμε στα υπόλοιπα που έκανα το προηγούμενο ΣΚ, θέλω τώρα να σηκώσετε ψηλά τα χέρια και να φωνάξουμε όλοι μαζί: «Καρδιά που χτυπά, καρέκλα αγαπά»!




(Γιάννη, όπως βλέπεις, πάω απ' το κακό στο χειρότερο. Έχουμε τίποτα χάπια και γι αυτήν την παρέκκλιση;).

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008

Παραίτηση Ντέμη. Ή το τέλος μιας συλλογικής φαντασίωσης.


Δεν ξέρω τους λόγους που ώθησαν εξαρχής τον «κοντό» να αναλάβει την ΑΕΚ. Αγάπη για τον σύλλογο, όραμα εξυγίανσης του ελληνικού ποδοσφαίρου, φιλοδοξίες προσωπικής προβολής, προσδοκία κερδών και επιχειρηματικής επιτυχίας, ψωνάρα, δονκιχωτισμός.

Δεν ξέρω επίσης τους λόγους για τους οποίους φεύγει. Η συνέντευξή του στον Τύπο εξελίσσεται αυτή τη στιγμή και φαντάζομαι πως θα μιλήσει για την κοροϊδία του κράτους σχετικά με το γηπεδικό, τον πόλεμο των βρώμικων δημοσιογράφων, τη σπίλωση του καλού του ονόματος, ενδεχόμενη ασυνεννοησία με τους μετόχους, την παράγκα που καλά κρατεί κι ας έγινε σουίτα, την πίκρα του από τη στάση των οργανωμένων. Και άλλα πολλά, πιθανόν.

Αυτό που ξέρω είναι πως, όταν εξομολογήθηκε στον Τσίμα πως το όνειρό του είναι να αναλάβει κάποτε την ομάδα και όταν αργότερα την ανέλαβε, μια μεγάλη μερίδα ΑΕΚτζήδων, στοιχηματίζω η μεγαλύτερη, πανηγύρισε με την ψυχή της.

Ο Ντέμης ήταν παιχταράς, ήταν έντιμος, ήταν ειλικρινής, ήταν ΑΕΚάρα. Ήταν ο ήρωάς μας. Και με την πράξη του ζήσαμε όλοι λίγο πολύ το όνειρό μας. Γιατί ποιος οπαδός δεν έχει ονειρευτεί να γίνει πρόεδρος της ομάδας του; Και αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε ο πρόεδρός της να είναι ένα ποδοσφαιρικό είδωλο που έχει κρεμασμένο σε αφίσα στο δωμάτιό του;

Πέρα από τον ρομαντισμό και τη γλαφυρότητα του πράγματος, όλοι χαρήκαμε για έναν ακόμα λόγο: ένας άνθρωπος του αθλήματος, της ομάδας, χορτασμένος από δόξα, χρήμα και τιμές, εξαρχής τοποθετημένος ενάντια στη σαπίλα, ερχόταν να υποσχεθεί τα αυτονόητα, δηλαδή γήπεδο, προπονητήριο, αξιοπρεπές θέαμα, οικονομικό σχεδιασμό και ματσάκια χαρά θεού, χωρίς υβριστικά πανό και αντεγκλήσεις μεταξύ των φιλάθλων.

Όποιος δεν είναι ΑΕΚ δεν καταλαβαίνει τι εννοώ. Πόσα χρόνια βαρεθήκαμε τη ζωή μας με παράγοντες που ήρθαν για να τ’ αρπάξουν και να φύγουν, με βρομιές, με την original να βρίζει και τους υπόλοιπους να απέχουμε. Πόσα χρόνια ξέραμε πως η ομάδα είναι μεν «μαγαζί γωνία» αλλά και πως το κακό της το κάρμα είναι «βούτυρο στο ψωμί» του κάθε λαμόγιου, για να χρησιμοποιήσω τις τρέντι εκφράσεις των «καλλιεργημένων» του χώρου.

Γι αυτό στηρίξαμε τον Ντέμη. Ξέρω ανθρώπους που διακόψαν τις διακοπές τους για να έρθουν να φωνάξουν υπέρ του χτες στο ΟΑΚΑ. Που τηλεφώνησαν στα γραφεία της ΠΑΕ για να ζητήσουν την ακύρωση των διαρκείας τους. Γιατί δεν αντέχουν να ξαναπεράσουν τα ίδια. Χίλιες φορές από τον καναπέ.

Το ξωτικό θα πενθήσει το πισωγύρισμα στην ομάδα του και σε όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Όπως λέει και η Λιλή Ζωγράφου, τα μαλλιά ξαναμακραίνουν. Αλλά, αν επιστρέψουμε σε μοντέλο Μελισσανίδη, εγώ δεν θα ξαναγράψω λέξη για μπάλα.

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Καλοκαιρινές εμμονές τέλος!

(πίνακας της Karla Rosendall)




Ανάκατα στολίζονται οι σκέψεις στο μυαλό μου.

Όταν τους δίνω τον καιρό μαζεύονται πολλές.

Ρώτησα κάποτε, μωρό, κι εγώ τον εαυτό μου:

Θέλεις να είσαι μια χαρά ή μια χαρά να λες;


Να σε συντρέχουν οι άνθρωποι ή να σε καμαρώνουν;

Να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά ή μήπως να φθονούν

Το αυτάρεσκο μειδίαμα. Κι ύστερα να ζυγώνουν

Όσο τους επιτρέπεται και σκόρπια να περνούν;


Ακόμα δεν κατάφερα απάντηση να ορίσω.

Τρώγομαι με τα ρούχα μου, ζορίζομαι, θυμώνω.

Λέω μονάχα, αγάπη μου, μέχρι ν’ αποφασίσω

Μην πλησιάζεις και πολύ. Καμιά φορά δαγκώνω.

Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

Καλοκαιρινές εμμονές-PART III (όπου την παρακολουθούμε να εξαφανίζεται)

(Tom Waits, Watch her disappear)


Last night μ’ αφήσαν σε μια παραλία. Ένας-ένας με καληνύχτιζαν, για να διαβάσουν, να κοιμηθούν, να κάνουν έρωτα.

Όταν έπαψα ν’ ακούω τα βήματα και του τελευταίου, γαλήνεψα. Είχα σχεδόν ό,τι χρειαζόμουν. Τη θάλασσα στα πόδια μου. Μισή πανσέληνο στο μυαλό μου. Αστέρια λίγα στη διαδρομή του βλέμματος. Μια μπύρα χλιαρή στα χείλη κι ένα πακέτο τσιγάρα στο αίμα. Μια ψάθα να απλώσω το κορμί μου. Την πετσέτα και το σκοτάδι να το σκεπάσω.

Η νύχτα πέρασε. Το πρωί και το μεσημέρι. Μπλεγμένοι με τα δικά τους, ξέχασαν να έρθουν να με πάρουν.

Είμαι ακόμα εκεί. Άλλο που πια δε φαίνομαι.


Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Δώσε ό,τι έχεις

Επειδή διαπιστώνω πως σ' αυτή τη μπλογκογειτονιά αγαπάμε και τον σουρεαλισμό και την ποίηση, σκέφτηκα να σας παρουσιάσω το έργο ενός καλλιτέχνη που μ' αρέσει πολύ.

Διαβάστε τι έγραψε ο ποιητής στο αριστούργημά του με τίτλο "Δώσε ό,τι έχεις".

Και στη συνέχεια απολαύστε το μελοποιημένο.



...Μες τα σοκάκια τριγυρνώ

Δεν έχω τίποτα πάνω μου

Ούτε ρούχα, ούτε ομπρέλα

Ούτε πατρίδα

Τρεις μέρες βρέχει τώρα...


(Tsopana Rave, Δώσε ό,τι έχεις)



Highlights:


  • Το "Δωσ' του" των backround vocals
  • Η αξεπέραστη 90'ς αισθητική
  • Το φινάλε:
...Θα βλέπω εσάς και τη μιζέρια σας
αλλά δε θα σας έχω ανάγκη
Γιατί είμαι ο Χουλκ!



Καλό τριήμερο σε όλους!!!!!

Κυριακή 10 Αυγούστου 2008

Όταν χαράζει σε σκοτεινούς καιρούς

(graffity by Banksy)

Ακούγοντας και διαβάζοντας γι αυτά που συμβαίνουν στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες με τα εξωτικά ονόματα δεν μπορώ παρά ν’ αναρωτηθώ το εξής:

Πόσοι και πόσοι άνθρωποι, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1930, μαθαίνοντας πως ο Γερμανικός Στρατός εισέβαλλε πχ στην Πολωνία δεν θα σκέφτηκαν «έλα, μωρέ, στον πούτσο μου, σιγά μη γίνει πόλεμος στη γειτονιά μου»;

Και επηρεασμένη από τους διαδικτυακούς φίλους που καλούν άλλους να μοιραστούν ανησυχίες και κείμενά στα μπλογκς τους, έχω κι εγώ σήμερα έναν αγαπημένο επισκέπτη. Που αναρωτιέται αμείλικτα.


Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της ανεμοσάλευε.

Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.


Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα.

Θα λένε: Τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.


Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.

Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν ενάντια στους εργάτες.


Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.

Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;

(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Σε σκοτεινούς καιρούς, 1937, μετ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. Θεμέλιο)


Εγώ θα ρωτήσω αναιδώς: Γιατί σωπαίνουμε όλοι;

Ακούστε κι ένα τραγούδι. Που δίνει μια απάντηση. Κι ας μην είναι ξεκάθαρη.


Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

…αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος

η χαραυγή θα σε ξεκάνει.

(Γιάννης Αγγελάκας, Όταν χαράζει, στίχοι-μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου)


(Μην παραμυθιαστείτε από την ενορχήστρωση και πιστέψετε πως το 'ριξα στο ποιοτικό. Pure τσιφτετέλι είναι.)


Edit

Ο scarface καταφέρνει πάντα με δυο λόγια να αγγίξει την ουσία του ζητήματος. Στην προκειμένη περίπτωση "διασκεύασε" Πανούση. Και του χρειάστηκαν μόλις πέντε στίχοι. Αναδημοσιεύω από το μπλογκ του:

Καύκασε και Γεωργία,
Ραγίζει η ψυχή μου,
Έτσι που σε κατάντησε ο Πούτιν και οι Ρώσοι.
Γαμώ το σπίτι σας γαμώ ,
ΚωλοΑμερικάνοι.

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

Στον Ανώνυμο Σουρεαλιστή Ασφαλίτη


Μπορεί να μην προλάβαινα να γράψω, ούτε να περάσω από τα μπλογκ σας για μια έστω «καλημέρα», αλλά η προκοπή δεν μ’ αφήνει: έχω σηκώσει στο γραφείο έναν πύργο ετερόκλητα βιβλία που διαβάζω επιμελώς και ταυτόχρονα, γιατί διαπίστωσα πως δεν γίνεται να παριστάνεις με επιτυχία τον έξυπνο όταν δεν έχεις ξεκαθαρίσει τα στοιχειώδη.

Με όλες τις αναγνωστικές μου επιρροές και τη σχιζοφρένεια της πρόσφατης καθημερινότητάς μου, μοιραία σήμερα θυμήθηκα τον σουρεαλισμό. Με δύο εναύσματα: μια κινηματογραφική εικόνα και μια ρεπορταζιακή.


Κινηματογράφος

Δεν ξέρω αν έχετε δει ποτέ την ταινία Το φάντασμα της Ελευθερίας του σουρεαλιστή Luis Bunuel, που ξεκινά με την εξής σκηνή: Οι στρατιώτες του Ναπολέοντα οδηγούν τους Ισπανούς αντιστασιακούς στο απόσπασμα. Κι εκείνοι, στημένοι στον τοίχο και περιμένοντας τον αναπόφευκτο πυροβολισμό, αναφωνούν εν χορώ ως ύστατη πράξη αντίστασης «Ζήτω οι αλυσίδες»!

Η παραπάνω προφανής ανατροπή της λογικής (θα περίμενε κανείς να φωνάξουν "Ζήτω η Ελευθερία") παύει να λειτουργεί σουρεαλιστικά αν εντάξει κανείς τη σκηνή στο ιστορικό της πλαίσιο. Ο στρατός του Ναπολέοντα, πρεσβεύοντας τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης (Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία) κατακτά την Ισπανία ώστε να την «απελευθερώσει» από τη μοναρχία.

Κι αφού ο κατακτητής έχει επιλέξει πρώτος το σύνθημα «Ζήτω η Ελευθερία», στον αντιστεκόμενο πατριώτη δεν μένει παρά να ζητωκραυγάσει υπέρ των αλυσίδων του, στην προκειμένη περίπτωση την αυτοδιάθεση της χώρας του.


Κρατήστε το και συνεχίζω.


Ρεπορτάζ (σημερινό και off the record).

Μεγαλούτσικη εταιρία της Αττικής ανακοινώνει πενήντα απολύσεις. Οι εργαζόμενοι ψηφίζουν κατάληψη των γραφείων και περιφρουρούν την κινητοποίησή τους συγκεντρωμένοι στο πεζοδρόμιο έξω από το κτίριο. Κάποια στιγμή σταματάει μπροστά τους ένα περιπολικό από το οποίο εξέρχεται ένας άντρας με πολιτικά ρούχα. Τους συστήνεται ως αστυνομικός, διοικητής της Ασφάλειας για την ακρίβεια, και ζητάει να μάθει «τι γίνεται, παιδιά;» πλησιάζοντας ταυτόχρονα την είσοδο των υπό κατάληψη γραφείων. Οι εργαζόμενοι, που δεν είναι και στην καλύτερη ψυχολογική κατάσταση φυσικά, ζητάνε να δούνε την ταυτότητά του. Εκείνος, αμήχανος, παραδέχεται ότι την έχει ξεχάσει στην Ασφάλεια. Οι εργαζόμενοι τότε τον αγνοούν και, όταν αυτός επιμένει να τους τα ζαλίζει, του λένε πως αν δεν τους δείξει ταυτότητα να πάει στα τσακίδια και για να τον βοηθήσουν τον πιάνουν από τους ώμους και τον οδηγούν πίσω στο περιπολικό.

Την ώρα εκείνη, λοιπόν, κι ενώ εκδιώκεται από τον χώρο της κινητοποίησης, ο Ασφαλίτης αναφωνεί αγανακτισμένος «Αυτό είναι φασισμός»!

Βάλτε τώρα τις δυο εικόνες δίπλα-δίπλα. Στην πρώτη, ένας κατεξοχήν εκπρόσωπος του σουρεαλισμού, εκφράζεται με μια εξωφρενική δήλωση των ηρώων του (Ζήτω οι αλυσίδες) που, όμως, αποδεικνύεται ορθολογική και εκφράζει ρεαλιστικά την ιστορική πραγματικότητα.

Στη δεύτερη, μια φαινομενικά ρεαλιστική και αποδεκτή σκηνή (ένας άνθρωπος που απωθείται από δημόσιο χώρο φωνάζοντας «Αυτό είναι φασισμός») εκφράζει απόλυτα το σουρεαλιστικό.

Γιατί ποιος είναι ο καλύτερος εκπρόσωπος της φασιστικής νοοτροπίας στις σύγχρονες δημοκρατίες από τον ασφαλίτη; Που, στην προκειμένη περίπτωση, φέρει τον φασισμό που αντιπροσωπεύει σε μια εργατική κινητοποίηση και διαμαρτύρεται όταν αυτός ο απροκάλυπτος φασισμός δεν περνάει!

Δε γνωρίζω αν ο εν λόγω μπάτσος θέλησε μ’ αυτά του τα λόγια να κάνει μια δήλωση υπέρ του σουρεαλισμού. Υποψιάζομαι πως απλώς αγανάκτησε με το, όσο να πεις άκομψο, ξεπροβόδισμά του. Δεν θεωρεί άλλωστε τον εαυτό του εκπρόσωπο του κρατικού φασισμού - πιθανότατα δηλώνει με ειλικρίνεια φανατικός δημοκράτης.

Παρόλα αυτά ο Bunuel θα ήταν περήφανος γι αυτόν. Κι εμείς δεν έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε παρά να υποκλιθούμε.



Edit

Επειδή κάποιοι από σας υπαινιχθήκατε το αντίθετο, να σας πω πως τρέφω τα καλύτερα αισθήματα για τους ασφαλίτες που αποτελούν πηγή έμπνευσης για πλήθος καλλιτεχνών.

Για του λόγου το αληθές αφιερώνω σε όλη τους τη φάρα το παρακάτω τραγούδι:


Η μπαλάντα για τους ασφαλίτες

(ποίηση Βολφ Μπίρμαν και μουσική Θάνου Μικρούτσικου).



Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Να μην ξημερώσει η νύχτα αυτή. Σοβαρά μιλάω.

Όχι ότι ξεμπέρδεψα με τις καλοκαιρινές εμμονές μου, μνήσθητί μου κύριε…κύριε…(μου διαφεύγει το όνομά του), αλλά σήμερα το πρωί ξύπνησα σαν τον Ιανό: το μισό πρόσωπο χαμογελαστό και το υπόλοιπο μ’ ένα σιχτίρισμα άσ’ τα να πάνε. Και καθώς χουζούρευα, αποφεύγοντας να σηκωθώ και ν’ αντιμετωπίσω την πραγματικότητα, έβαζα νοερά τις λέξεις στη σειρά για το ποστ που σκόπευα να ανεβάσω.

Να σας πω τα βάσανα και τις χαρές μου, να βγούνε από μέσα μου, να μου σχολιάσετε, να σας απαντήσω και τελικά να καταλήξουμε από κοινού σ’ ένα χρήσιμο συμπέρασμα. Όπως κάνω με τους φίλους μου.

Κι έπειτα σκέφτηκα πως αυτό το μπλογκ το διαβάζουν, ξέρω ‘γω, 50 (;) άνθρωποι την ημέρα. Από τους οποίους γνωρίζω γύρω στους πέντε. Οι υπόλοιποι τι χρωστάνε και με ποιο δικαίωμα θα μάθουν τα προσωπικά μου;

Τη Mara Lisha την είχα βρει από τη Wilma που την είχε βρει δεν ξέρω από πού. Την πρώτη φορά που μπήκα στο μπλογκ της (http://hablado.wordpress.com/) διάβασα όλα τα κείμενά της μονορούφι σαν χαζή. Είναι ένας απ’ τους ανθρώπους που δεν γνωρίζω. Όμως, χειρίζεται την ελληνική γλώσσα μ’ έναν τρόπο τόσο ευγενικό που με συγκινεί πάντα. Κι έχει την ικανότητα να εκφράζει με επιχειρήματα και δομή αυτά που στο δικό μου μυαλό υπάρχουν ως ανακατωμένοι συναισθηματισμοί.

Έχει ξεκινήσει εδώ και λίγο καιρό να φιλοξενεί τις Κυριακές πράγματα από «φίλους» της. Ή φίλους της. Μου ζήτησε, λοιπόν, να μοιραστώ κάτι δικό μου με τους αναγνώστες της. Της έστειλα μια – αντικειμενικά – μαλακία, που όμως γουστάρω γιατί γράφτηκε σε μια εποχή πολύ αντιπροσωπευτική για μένα και κατέληξε μέσα στα χρόνια να με αντιπροσωπεύει όλες τις εποχές. Και μου ‘γραψε πίσω έναν πρόλογο που μ’ έκανε να κοκκινίσω και να σκεφτώ πολύ.

Το Σάββατο, επίσης, είχα πάει στο σπίτι μιας οικογένειας που αγαπώ. Κατά τις 11.30 σηκώθηκα να φύγω, μου είπαν «πού πας, γιατί δεν κάθεσαι ακόμα λίγο» και τους απάντησα πως έχω ραντεβού με κάτι κολλητούς μου.

Την Christina Noe, τον giannis και τον news on the rocks. Τους έχω συναντήσει συνολικά τρεις φορές. Όμως, είπα αλήθεια, είναι κολλητοί μου. Κάθε πρωί που ξυπνάω, μαζί με τον καφέ μου, επισκέπτομαι τα μέρη τους. Διαβάζω τις απόψεις τους και ιχνηλατώ τη διάθεσή τους. Γιατί πραγματικά νοιάζομαι.

Η Christina είχε γενέθλια και μας κάλεσε μαζί με τους φίλους της από την «πραγματική» της ζωή να το γιορτάσουμε παρέα. Το γιορτάσαμε, indeed, όλοι μαζί. Και τραγουδήσαμε και χορέψαμε και τσιρίξαμε, για να μη λένε πως οι μπλόγκερς είναι ξενέρωτοι!

Αλλά κατά τις 4.00 το πρωί, όταν οι με-σάρκα-και-οστά φίλοι είχαν πια φύγει, κατεβήκαμε εμείς οι «ψηφιακοί» στη θάλασσα, αράξαμε στις ξαπλώστρες και μείναμε να χαζογελάμε και να κουβεντιάζουμε σαν κολλητοί. Όχι τις ιντερνετικές μας ανησυχίες. Τα αληθινά μας θέματα.

Συμπέρασμα: Ξαφνικά απόκτησα καινούριους φίλους. Δεν ξέρω πως μοιάζουν στην όψη. Ξέρω, όμως, τις λαχτάρες σας και τις απόψεις σας επί παντός του επιστητού. Συμπάσχω, συμφωνώ, διαφωνώ ή θέλω να σας βαρέσω. Έτσι δεν είναι οι φίλοι;

ΥΓ. Είχα να πάω σε κλαμπ στην παραλία γύρω στα 250 χρόνια. Παρόλα αυτά χόρεψα ενθουσιωδώς όλα τα ντίσκο-γκιράπικα που σνόμπαρα μετά βδελυγμίας στην εποχή τους και κουνήθηκα αμήχανα στα ελληνικά ποπ, από τα οποία δεν είχα ξανακούσει ούτε ένα. Το μόνο με το οποίο ενθουσιάστηκα και ξεβιδώθηκα ήταν αυτό. Μπέσα, σας μιλάω!

Καθώς, όμως, στο συγκεκριμένο κατά βάση κυνικό μπλογκ δεν μπορεί να ακουστεί στίχος που λέει «Πες το μου ξανά ότι μ’ αγαπάς, αγκαλιά στ’ αστέρια να με πας», άσε που ο dr.Seeng θα μου κόψει την ψηφιακή καλημέρα, θα σας βάλω να ακούσετε ένα άλλο.

Αφιερωμένο, λοιπόν, σε όλους σας. Φίλοι μου. Μα ειδικά στο Χριστινάκι, που έκλεισε επιτυχώς τα …(δε μαρτυράω). Να ‘σαι πάντα καλά, μικρή μου, εκεί στην αλάνα σου να μας εμπνέεις!

Υπόγεια Ρεύματα Ασημένια Σφήκα





Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Καλοκαιρινές εμμονές (σε ΗΥ ούτε που ξέρω) - PART II



ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ

Καλοκαιρινές διακοπές για μένα ίσον θάλασσα. Στο ένα μέτρο, κατά προτίμηση. Άντε στα πέντε.


Να βγάλω τα παπούτσια μου άμα τη αφίξει και να τα ξαναφορέσω στην επιστροφή. Να γυρνάω με το ίδιο άσπρο φανελάκι, πλύνε-βάλε, κι από κάτω μαγιό - δεκαπέντε μέρες τουλάχιστον. Να καμαρώνω το μανό μου να ξεφτίζει. Να αφήνω τα μαλλιά μου αλμυρές, μπερδεμένες μπούκλες. Να ξεφλουδίζουν οι ώμοι μου από την πρώτη μέρα στον ήλιο. Να διαβάζω και να γράφω με φόντο τον ορίζοντα. Και να κοιμάμαι σαν τούβλο, κατάχαμα.


Camping, λοιπόν. Το ιδανικό μου. Χώμα, τζιτζίκια, ιδρωμένα μεσημέρια και βράδια δροσιάς. Ψίθυροι, αναστεναγμοί και καβγάδες ολόγυρα. Πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό, μισόκλειστα μάτια και την οδοντόβουρτσα στο χέρι για την πρωινή τουαλέτα. Κρύο νερό στις 8 το βράδυ που θυμάμαι να ξεπλυθώ και αμπελοφιλοσοφίζουσες κουβέντες υπό το φως των κεριών σιτρονέλας.


Κάποτε με τον Χ (το «πρόσωπο»), φεύγαμε για διακοπές με ανοιχτή επιστροφή. Και προορισμό. Όπου μας έβγαζε ο δρόμος. Με όλη μας την προίκα στη βαλίτσα της μηχανής και τα παπούτσια μας να κρέμονται στο πλάι.


This year, ένεκα Μάρκου, κουβαλήσαμε μέχρι και κρεβάτια. Του χρόνου, λέω, με το καλό, θα πάρουμε και τα κομοδίνα.


Δεν έχει σημασία. Δεν συμπαθώ τα rooms to let. Σιχαίνομαι ελαφρώς, για να μοιραστώ την παραξενιά μου. Και βαριέμαι κάργα. Γιατί όταν έχεις δωμάτιο, έχεις κάπου να γυρίσεις. Όταν δεν έχεις, ξημεροβραδιάζεσαι στο νερό.



Φέτος, πήγαμε σε ένα σχεδόν camping. Στην πραγματικότητα είναι ένας ιδιωτικός χώρος σαράντα στρεμμάτων δάσους που καταλήγει στο Αιγαίο. Μια νησίδα Λαϊκής Δημοκρατίας, όπως θα έλεγαν οι φίλοι μου οι red bloggers, στην καρδιά του καπιταλισμού. Γεμάτο ανθρώπους που λίγο-πολύ ξέραμε και ήταν πρόθυμοι να κυνηγάνε το παιδί μας όταν εμείς βαριόμασταν πια. Με σπιτικό φαγητό και παγωμένες μπύρες. Με τις μουσικές που μας αρέσουν στο καφέ και το μπαράκι. Με μια νωχελικότητα να πλανιέται αδέσποτη προκαλώντας γλυκά χαμόγελα και γλυκές λέξεις. Και ένα αεικίνητο σκιουράκι αληθινό που δεν καταδέχτηκε να κάτσει να το πιάσουμε (ευτυχώς για το ίδιο).


Σχεδιάζουμε άλλο ένα τριήμερο άνευ σπόρου, άρα ελπίζω με τη μηχανή, κατά τον Δεκαπενταύγουστο στην Επίδαυρο. Και στα τέλη του Οκτώβρη, που θα ‘χω πια ξεβάψει, θα τον πάω (το «πρόσωπο», ντε) σ’ ένα πεντάστερο ξενοδοχείο στο βουνό που του αρέσει.


Δε λέω «καλό χειμώνα», λοιπόν. Θα σας το πω τον Νοέμβρη!


Χτεσινοβραδινό ανέκδοτο:

Ετοιμαζόμαστε να πάμε στο Αττικό Άλσος, συναυλία Καλαντζόπουλου, Ρεμπούτσικα, Πασπαλά. Ώρα έναρξης εννιά. Έχω ξεχαστεί, ως συνήθως, και κατά τις 8.30 θυμάμαι να ετοιμαστώ. Βρίσκω πάνω στην καρέκλα ένα παντελόνι φαρδύ μελιτζανί, μαύρη μπλούζα σχετικά εφαρμοστή και μαύρες σαγιονάρες. Φυσικά, αμακιγιάριστη και με κοτσίδα. Με κοιτάζω στον καθρέφτη και λέω «δε γαμιέται, όλοι εμένα θα κοιτάνε;». Γυρνάω παρόλα αυτά στον Χ και τον ρωτάω εθιμοτυπικά και επιφυλακτικά: «πώς είμαι;» και απαντάει με ενθουσιασμό: «Πολύ ωραία, αγάπη μου. Τζουντόγκα»!!!

Λεπτομέρειες για τη συναυλία άλλη φορά. Με απογοήτευσε κάπως.

Καλό μήνα!!!!

Blog ποικίλης ύλης...

...και μάλλον προβοκατόρικο.